Ο μύθος των «αιώνιων» φοιτητών Του Παντελή Κυπριανού


Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, για λόγους εξωραϊσμού της εικόνας των ΑΕΙ, οι φοιτητές χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες: σε «κανονικά εξάμηνα» και σε «πέραν των κανονικών». Διάκριση αδόκιμη καθώς η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους πάντες. Αυτούς που έχουν ένα μάθημα για το πτυχίο, που το παίρνουν μετά από ένα εξάμηνο και αυτούς που εγκατέλειψαν τις σπουδές τους. Μετά την πρώτη μαζικοποίηση των ΑΕΙ από το ΠΑΣΟΚ το 1982, κατά το πρότυπο των δυτικών χωρών, οι επίσημες στατιστικές έδιναν 111.486 φοιτητές σε «κανονικά εξάμηνα» και 44.524 σε «πέραν των κανονικών».
Τα επόμενα χρόνια, παρότι οι κυβερνήσεις της ΝΔ έβαλαν φρένο στο άνοιγμα των ΑΕΙ, συνέβησαν δύο πράγματα. Πρώτον, ο αριθμός των φοιτητών σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ αυξήθηκε σημαντικά, ιδιαίτερα μετά το 1998. Δεύτερον, τα ΑΕΙ, με εξαιρέσεις, δεν καθάρισαν τα μητρώα τους με αποτέλεσμα όσοι φοιτητές καθυστέρησαν ή εγκατέλειψαν τις σπουδές τους, μετά την τελευταία χρονιά εκκαθάρισης, το 1978, να προσμετρώνται στη δεύτερη κατηγορία. Έτσι λίγο μετά το 2000, η δεύτερη κατηγορία έφτασε την πρώτη και από το 2007 την ξεπέρασε. Ο αριθμός των «κανονικώς εγγεγραμμένων» ανερχόταν το 2001 σε 163.256 και των «πέραν…» σε 118.359. Αντίστοιχα, οι αριθμοί το 2007 ήταν 170.422 και 182.331 για να φτάσουν το 2014 σε 190.835 και 213.098.

Μυθολογία και ιδεολογικές στοχεύσεις

Από το 2002 ο αριθμός των «πέρα των κανονικών εξαμήνων» αναγορεύτηκε σε μείζον πρόβλημα και σε βασικό επιχείρημα (ως απτή δήθεν απόδειξη) πολεμικής ενάντια στο υποτιθέμενο χάλι των ελληνικών πανεπιστημίων. Η πολεμική έφτασε στο απόγειό της με το νόμο 4009/2011 που αναγόρευσε το ζήτημα της διάρκειας των σπουδών σε διακύβευμα και προέβλεπε τη διαγραφή μερίδας των «αιωνίων» το 2014.
Η παραφιλολογία για τους «αιώνιους» πήρε τέτοιες διαστάσεις που φαντάζει πλέον αυτονόητη, σαν γεγονός που δεν αποδέχεται αμφισβήτηση. Έτσι, τα τελευταία χρόνια άρχισαν να κυκλοφορούν γενικώς αριθμοί για τους φοιτητές των ΑΕΙ που εκτιμούσαν τους αποφοίτους σε πολύ χαμηλά ποσοστά. Οι φανταστικοί αυτοί αριθμοί χρησιμοποιήθηκαν κυκλικά για να δικαιολογηθεί η υποτιθέμενη πάλι κακή θέση των ελληνικών ΑΕΙ στις διεθνείς κατηγοριοποιήσεις (rankings). Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να νομιμοποιηθούν πολιτικές και να καταπολεμηθούν υποτιθέμενες στρεβλώσεις και ιδεοληψίες που κυριάρχησαν τις τελευταίες δεκαετίες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την έφεραν στο σημερινό χάλι. Δεν ξέρω αν αυτή η εδραία αντίληψη εξηγεί το γεγονός της απουσίας από τις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, και των ευρωπαϊκών, των ποσοστών των αποφοίτων των ελληνικών ΑΕΙ.

Αριθμοί και διεθνείς συγκρίσεις οδηγούν στο αντίθετο

Και όμως, αυτό που εκλαμβάνεται ως αυτονόητο δεν είναι. Οι αριθμοί μας οδηγούν στη θέση ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι και ότι το φερόμενο ως καίριο και μεγάλο πρόβλημα είναι ψευτοπρόβλημα. Για να τεκμηριώσω τη θέση μου μετέρχομαι τρεις τρόπους. Ο πρώτος είναι να δούμε πόσοι γράφονται για πρώτη φορά και πόσοι παίρνουν πτυχίο μετά από τέσσερα χρόνια. Ο δεύτερος είναι να δούμε διαχρονικά το λόγο εισαγομένων/πτυχιούχων. Και ο τρίτος να συγκρίνουμε αυτόν το λόγο με τον αντίστοιχο στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο πρώτος τρόπος, ο λόγος εγγεγραμμένων/πτυχιούχων, έχει προβλήματα καθώς οι σπουδές σε αρκετά τμήματα διαρκούν περισσότερο από τέσσερα χρόνια. Συνιστά, ωστόσο, το ασφαλέστερο κριτήριο για να έχουμε εικόνα της διαδρομής των φοιτητών. Επιπλέον, ο αριθμός των πτυχιούχων διαφέρει από χρονιά σε χρονιά, που σημαίνει ότι μια χρονιά μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτική της γενικότερης εξέλιξης. Για το λόγο αυτό επιλέξαμε τρεις ενδεικτικές χρονιές. Μία στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το 1988, όταν το πρώτο κύμα μαζικοποίησης των πανεπιστημίων σταθεροποιείται, μία δεύτερη το 2002, όταν ο αριθμός των εισαγόμενων φοιτητών αυξάνει σημαντικά και μία τρίτη, την πιο πρόσφατη για την οποία έχουμε στοιχεία, το 2009.
Τέσσερα χρόνια μετά, το 1992, το 2006 και το 2013, οι πτυχιούχοι ανέρχονται αντίστοιχα στο 75%, το 69% και το 73% των εγγεγραμμένων. Συνεπώς, μετά από μία μικρή μείωση στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000 ο αριθμός των αποφοίτων στα πανεπιστήμια μένει σχεδόν σταθερός, παρά την αύξηση του αριθμού των πρωτοετών από 30.000 στα μέσα της δεκαετίας του 1980 σε 45.112 το 2009. 
 
Είναι τα ποσοστά αυτά ικανοποιητικά;
Είναι πολύ υψηλότερα από τα ποσοστά αποφοίτων στην Ελλάδα στο παρελθόν. Αντίθετα από τη συντηρητική δοξασία που εξιδανικεύει το παρελθόν, από το 1837 ως το 1940, παρότι οι φοιτητές είναι λιγοστοί, μόλις ένας στους δύο παίρνει πτυχίο. Η κατάσταση αλλάζει στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, καθώς το πτυχίο συνιστά το πιο σίγουρο διαβατήριο ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Και όμως, το διάστημα αυτό παρά το αντίκρισμά του, πτυχίο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών παίρνει το 67% των εγγεγραμμένων, δηλαδή δύο στους τρεις.
Σήμερα, παρά τη μαζικοποίηση των πανεπιστημίων, πτυχίο παίρνουν τρεις στους τέσσερις φοιτητές. Πώς αξιολογείται το ποσοστό αυτό με γνώμονα τα διεθνή δεδομένα; Στην πρόσφατη (2015) έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Διαδικασία της Μπολόνια, αναλύεται το ποσοστό των νέων που γράφονται στα πανεπιστήμια και αποφοιτούν στις 47 χώρες-μέλη. Σύμφωνα με την έκθεση, το 2011/12, εισάγεται στο Πανεπιστήμιο, κατά μέσο όρο, το 58% της ηλικιακής ομάδας και αποφοιτά το 39,8%, δηλαδή το 68,6% των εγγεγραμμένων. Στην Ελλάδα εισάγεται το 40% (άλλοι τόσοι κοντά εισάγονται στα ΤΕΙ) αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για την αποφοίτηση. Αν, όπως είδαμε. αποφοιτούν τρεις στους τέσσερις, το 75%, είμαστε ψηλότερα από το μέσο όρο και προσεγγίζουμε τις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστό αποφοίτησης (Λιθουανία, Ρουμανία, Πολωνία, Δανία).

Ποιοι εγκαταλείπουν; 
Από προσωπική εμπειρία στο πανεπιστήμιο Πατρών, αλλά και από τη μελέτη των στοιχείων το ποσοστό 25 με 27% των φοιτητών που καθυστερούν ή εγκαταλείπουν τις σπουδές τους είναι εικονικό. Ένα ποσοστό τουλάχιστον της τάξης του 5% είναι νέοι που εγκαταλείπουν αμέσως τις σπουδές τους για να γραφτούν αλλού ή μεγαλύτερης ηλικίας που θέλουν δεύτερο πτυχίο. Από τους υπόλοιπους ξέρουμε ότι είναι κυρίως γένους αρσενικού.
Διαχρονικά το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στα πανεπιστήμια Αθηνών, λιγότερο Θεσσαλονίκης και σε τέσσερα πανεπιστήμια οικονομικών και κοινωνικών σπουδών (ΟΠΑ, Πειραιώς, Πάντειο, και Γεωπονικό). Η εικόνα αυτή δεν είναι ακριβής. Τα τελευταία τέσσερα πανεπιστήμια είχαν αναλογικά λιγότερους πτυχιούχους στις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Από το 2000 οι πτυχιούχοι σ΄ αυτά έχει αυξηθεί σημαντικά. Αντίθετα, φαίνεται να μειώνονται σε ορισμένα επαρχιακά πανεπιστήμια και να αυξάνει ο αριθμός των «αιώνιων».
Με δύο λόγια, η καθυστέρηση ή εγκατάλειψη σπουδών ως τα τέλη της δεκαετίας του 1990 εντοπιζόταν κυρίως σε πανεπιστήμια οικονομικών και κοινωνικών επιστημών και σε τμήματα θετικών επιστημών, σε αντικείμενα όχι ιδιαίτερα κοινωνικά αξιοδοτημένα. Τα τελευταία χρόνια εντοπίζεται κυρίως σε ιδρύματα της επαρχίας και σε αντικείμενα με μειωμένη ανταλλακτική αξία στην αγορά εργασίας. Σε κάθε περίπτωση η καθυστέρηση και η εγκατάλειψη δεν είναι τόσο μεγάλη όσο λέγεται, το αντίθετο ακριβώς σύμφωνα και με τα διεθνή δεδομένα.
Ο μύθος των «αιώνιων» φοιτητών Του Παντελή Κυπριανού Ο μύθος των «αιώνιων» φοιτητών Του Παντελή Κυπριανού Reviewed by thespro.gr on Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2016 Rating: 5

Σελίδες

Από το Blogger.