Αλκυονίδες, 1949 στην Ηγουμενίτσα - Του Θεόδωρου Ν. Κώτσιου



Τέλος Ιανουαρίου του 1949 στην Ηγουμενίτσα. Στο κτίριο, που θα στεγάσει το γυμνάσιο, ακούγονται ακόμα φωνές εργατών. Σφυριά προωθούν καρφιά για να συνταιριάξουν κουφώματα. Μυστριά πετάζουν λασπουριές για να κλείσουν οπές, πιθανά περάσματα κανονικών ποντικιών, ενίοτε και αρουραίων. Πινέλα και μπογιές ομορφαίνουν πόρτες και παραθύρια. Βούρτσες σουλουπώνουν τα ασουλούπωτα. Πλησιάζει η ώρα, που ο ναός της Ευαγγελίστριας θα αποτελεί παρελθόν, ως τόπος διδασκαλίας και μάθησης. Υπομονή ένα δεκαήμερο.

Ευτυχώς, αυτό το δεκαήμερο είναι ηλιοφωτισμένο, αφιερωμένο στην Αλκυόνη, το πολύ όμορφο πτηνό, με τη φορεσιά του τη ζωγραφισμένη και με πράσινο και με κόκκινο και με γαλάζιο και με λευκό, χάρμα ιδέσθαι. Αφιερωμένο, με άλλα λόγια, στην άτυχη κόρη του Αίολου, που παντρεύτηκε βασιλιά, και μεθυσμένη από την ευτυχία της, ονόμαζε, η άμυαλη, τον εαυτό της «Ήρα» και τον άντρα της «Δία». Χωρίς να ξέρει, η ταλαίπωρη, πως και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Πως παντού υπάρχουν καταδότες, που ενημερώνουν αμέσως το Μεγάλο – Αφεντικό, στον Όλυμπο, ο οποίος με το που άκουσε το «Τί» και το «Ποιό» θύμωσε, τι θύμωσε, βγήκε από τα ρούχα του. Ούτε το νέκταρ, ούτε η αμβροσία, περνούσε από το λαρύγγι του. Αυτός δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Την τέτοια και την πάντοια, φώναξε, τη σουρλουλού, θα την εξαφανίσω, την αδιάντροπη. Κι όλα τραντάζονταν, ακόμα και ο Κίσαβος. Και ετοιμάστηκε στη στιγμή να της πετάξει έναν κεραυνό, για να την κάνει σκόνη. Αλλά τον συγκράτησαν με το στανιό τα συντρόφια του. Υπήρχαν και τότε διαπλοκές και μεγάλα μέσα. Η Αλκυόνη ήταν θυγατέρα τού ταμία των ανέμων, και για χάρη του και μόνο, άλλαξε ο Ολύμπιος την απόφαση στο πάρα πέντε. Και έκανε την «καυσηριάρα» βασιλοπούλα «ψαροπούλι» και της χάρισε, ο μεγάθυμος, και δυο βδομάδες, μέσα στο καταχείμωνο, χωρίς αγέρηδες. Για να μπορεί, η άμοιρη, τα αυγά της, που τα απέθετε στα βράχια, δίπλα στη θάλασσα, να τα κλωσσήσει, για να βγουν ύστερα από το φλοιό, με τα τσιμπήματα της, τα παιδάκια της.

Αυτές τις αλκυονίδες μέρες του 1949, τα παιδιά των μαυρόσπιτων, τις θεώρησαν θεία δωρεά. Πήραν μια ανάσα, τα δύστυχα. Βγήκαν από τις παράγκες τους, οι οποίες από τις συνεχείς βροχές και καταιγίδες είχαν γεμίσει σταλαματιές. Και δεν έφταναν όλες οι καραβάνες κι όλα τα κατσαρολικά, για να συγκεντρώσουν τα ρέοντα ύδατα. Τα ρούχα τους και τα σκεπάσματά τους είχαν καταβραχεί, κι έπρεπε να απλωθούν στις κλάρες των ελαιοδέντρων να στεγνώσουν. Νά ’ναι καλά η Αλκυόνη κι όλη η παρέα της, που, για χάρη της, και μόνο, ο καιρός γαλήνεψε, τα σύννεφα διαλύθηκαν και ο ήλιος έστειλε τις ακτίνες του, για να γιατρέψει ορισμένες από τις πληγές των ξεσπιτωμένων.

Οι συγκεκριμένες, όμως, μέρες, οι ηλιόλουστες, θα μείνουν χαραγμένες στις ψυχές του μαθητόκοσμου του γυμνασίου της πρωτεύουσας του νομού Θεσπρωτίας, γιατί, κατά τη διάρκειά τους, εφαρμόστηκε επιτυχώς ένα πρωτότυπο εκπαιδευτικό σύστημα, που έχει μάλλον τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα. Όλα γίνονταν στην ύπαιθρο, στα περιβόλια, κάτω από τον καταγάλανο ουρανό και δίπλα στο ακύμαντο πέλαγος. Και με ακροατήριο, εκτός από τα εγγεγραμμένα μαθητούδια, και γερόντια διερχόμενα και γριούλες με τα εγγονάκια τους. Αλλά και νοικοκυρές, που άφηναν τις δουλειές τους κι έστηναν αυτί, για να ακούσουν κάτι παράξενο και να το διηγηθούν ύστερα στις φιλενάδες τους, όταν θα έπιναν το καφεδάκι τους στα πεζούλια της εξώπορτας. Ενίοτε στο ακροατήριο περιλαμβάνονταν και επίλεκτα μέλη από το ζωικό βασίλειο. Όπως όνοι και ημίονοι, ίπποι και φοράδες, αμνοί και ερίφια, κοτούλες και πετεινάρια, τα οποία, βλέποντας όλα αυτά τα παράδοξα του ανθρώπινου είδους, άφηναν το βόσκημα και κατηύθυναν τα βλέμματά τους προς τη μαθητική κοινότητα. Από περιέργεια ίσως, από φιλομάθεια μήπως, διερωτώμενα ενδεχομένως, γιατί οι ομοταξίες τους δεν έχουν ακόμα ιδρύσει σχολειά, για να τα διδάξουν διάφορα πράματα, και ειδικά πώς να εκτιμήσουν τη δύναμή τους, πως να λευτερωθούν από τα δεσμά τους. Άιντε τώρα και να μπει κανείς στο μυαλό των ζωντανών και να καταλάβει, τέλος πάντων, και να ερμηνεύσει τη στάση τους. Χρειάζονται μάλλον ψυχολόγοι ευρύτερης μόρφωσης, με ντοκτορά και με τίτλους, για να δώκουν λύση στο πρόβλημα.

Τα μόνα χρειαζούμενα για την περίπτωση της διδασκαλίας στην εξοχή, ήταν ο μαυροπίνακας, οι κιμωλίες, και μια καρέκλα για τον διδάσκοντα. Σε ορισμένα μάλιστα μαθήματα, κι αυτά ήταν περιττά. Οι μαθητές και οι μαθήτριες θρονιάζονταν σε πέτρες από χαλασμένους φράχτες, σε κούτσουρα που δεν είχαν ακόμα τεμαχιστεί, ή αραδιάζονταν στο γρασίδι σταυροπόδι. Και μετρημένοι στα δάχτυλα άρρενες, αναρριχούνταν στις διχάλες παρακείμενων δέντρων, κατά προτίμηση πορτοκαλεών, για να δοκιμάζουν πού και πού, χυμούς και αρώματα.

Μια απ’ αυτές τις μέρες της χειμωνιάτικης καλοκαιρίας, οι τέσσερις τάξεις, που τις αποτελούσαν νεανίες και νεάνιδες, που μόλις ξεπερνούσαν τον αριθμό πενήντα, απλώθηκαν στον πορτοκαλεώνα του Μπαρμπα – Γιάννη, από τη Λευκίμη, στις παρυφές της πόλης, ο οποίος, με μεγάλη χαρά, άνοιξε την πόρτα και δέχτηκε ο μπαξές του να γίνει αίθουσα σχολική. Αλλά τα οπωροφόρα του ήταν κατάμεστα και προκλητικά και ασφαλώς θα δημιουργούσαν επιθυμίες στα παιδιά. Πράγμα που διέγνωσε ο ευγενέστατος ιδιοκτήτης και επέτρεψε χαμογελώντας ή μάλλον προέτρεψε με την καρδιά του, στα διαλείμματα να γεύονται τα μαθητούδια, ανά δυο ή τρία, από ένα πορτοκάλι ή μανταρίνι. Μια προσφορά που έγινε δεκτή με χειροκροτήματα. Κι αυτό ενθουσίασε το Μπαρμπα – Γιάννη, από τη νήσο των Φαιάκων, ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος αρκετά διαβασμένος, ήξερε γράμματα, χειριζόταν άριστα τη γλώσσα. Η ετυμολογία των λέξεων τον ενδιέφερε πολύ. Κι αυτό το έδειχνε, αφού έκανε τους μαθητές να προβληματίζονται με τις δύσκολες ερωτήσεις που τους υπέβαλε, και τους ανάγκαζε να ανατρέχουν σε γραμματικές και σε συντακτικά και λεξικά, για να βρουν τις σωστές απαντήσεις στα κουίζ του ελληνομαθέστατου γέροντα.

Το γυμνάσιο, στη διάρκεια των αλκυονίδων του 1949 όμοιαζε με ομάδα τσιγγάνικη. Συνεχώς περιφερόμενο, τήδε – κακείσε. Αλλά τα μαθήματα, μαθήματα. Τα τεφτέρια οι καθηγητάδες τα έβγαζαν από τις τσέπες και εξέταζαν και σημείωναν, δίπλα στα ονόματα, κάτι αλλοπρόσαλλα, ακαταλαβίστικα. Κάτι κάπα μικρά ή κάπα κεφαλαία. Κάτι πι μικρά ή πι κεφαλαία. Άλλοτε ιερογλυφικά, ενίοτε λατινικά, που πολλές φορές τα έβλεπαν τα παιδιά και διερωτώνταν τι άραγε να σημαίνουν. Πάνω από τη βάση νά ’ναι, κι ό,τι νά ’ναι, έλεγαν. Το κάτω από τη βάση τα φόβιζε, τα τρόμαζε. Πώς να το διορθώσουν το ρημάδι το εννιάρι ή το οχτάρι ή το εφτάρι, ήθελε ζόρια, πολλά ζόρια, και ο πέλεκυς κρεμόταν, και οι στάσιμοι τον Ιούλιο ουκ ολίγοι, και οι ανεξεταστέοι περισσότεροι.

Απ’ όλο αυτό το πήγαινε – έλα, άξια ιδιαίτερης προσοχής είναι η μέρα, που για αίθουσες διδασκαλίας χρησιμοποιήθηκαν χώροι τού ερειπωμένου βυζαντινού κάστρου, στο λόφο που ορθώνεται στο κέντρο της πόλης και δεσπόζει σ’ όλη τη γύρω χώρα.

Αλλά πώς να γίνει μάθημα σε μια περιοχή, που είναι διάσπαρτη από κόκκαλα ανθρώπινα; Στο μέρος αυτό, φαίνεται, έγιναν μάχες φοβερές και τρομερές. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου το χρησιμοποιούσε για οχυρό. Και οι Ενετοί, από τα Επτάνησα, ήθελαν με κάθε τρόπο να το καταλάβουν. Τα παιδιά, εν τω μεταξύ, παίζουν ποδόσφαιρο με μια κεφαλή κενή περιεχομένου. Πώς να μαντέψει κανείς σε ποιόν ανήκε; Ήταν επιτιθέμενος ή αμυνόμενος; Ήταν Φράγκος ή Θεσπρωτός; Αλλά τι ρόλο παίζουν όλα αυτά για ένα οστούν, που αποτελείται από ασβέστια και από άλατα κι από ιχνοστοιχεία; Η ψυχή του ανθρώπου, του οποίου αποτελούσε μέρος, αυτή πού να βρίσκεται άραγε; Διερωτώνται τα μαθητούδια, σε μια διακοπή, σ’ ένα διάλογο, για να γελάσουν λίγο, για να αστειευτούν. Αλλά είναι για γέλια τέτοια πράματα; Λέει ο Σωτήρης, από την Αϊ – Μαρίνα. Κι αν γυροβολάει η ψυχούλα εδώ κοντά και μας βλέπει πως μεταχειριζόμαστε ένα κομμάτι, στο οποίο κατοικοέδρευε; Την έχουμε βαμμένη κακομοίρηδες, την πατήσαμε. Το βράδυ θά ’ρθει στον ύπνο μας, σαν φάντη – μπαστούνης. Κι άιντε να της εξηγήσεις το τί και το ποιό. Άιντε να τα βγάλεις πέρα με τα πνεύματα και τις ξωτικιές. Άιντε να ξανακοιμηθείς με τέτοιες λαχτάρες. Πάψε γρουσούζη, απαντάει ο Λίγιας, από το Τρουμπούκι, με τις σαχλαμάρες και τα ονείρατα. Αλλά μια φοβία τους κύκλωσε και μια εσωτερική φωνή τους οδήγησε να βρουν ένα κονσερβοκούτι να συνεχίσουν. Κι έτσι η κεφαλή, η κενή περιεχομένου, έμεινε ήσυχη από τα κλωτσοβολήματα, έπαυσε να λακτίζεται, να τραμπαλίζεται, να ταρακουνιέται.

Τελικά, εκεί επάνω στο κάστρο της Ηγουμενίτσας, στην ακρόπολη, όπως το λένε, κείνη τη μέρα, την ηλιόλουστη, κείνη τη μέρα, την αλκυονίδα, δεν έγιναν μαθήματα. Οι δάσκαλοι δεν άνοιξαν τις φυλλάδες τους, ούτε πίνακες στήθηκαν. Οι μαθητές των τεσσάρων τάξεων συγκεντρώθηκαν κοντά στα χαλασμένα τείχη, κι ένας φιλόλογος άρχισε να τους μιλάει, για τη μυθολογία πρώτα. Για το Θεσπρωτό, το γιο του βασιλιά της Αρκαδίας, που εγκατέλειψε την πατρίδα του και κατοίκησε στην περιοχή αυτή, και της χάρισε τ΄ όνομά του. Για την ιστορία ύστερα. Για τους πρώτους Έλληνες, τους Θεσπρωτούς, που εγκαταστάθηκαν σ’ αυτά τα μέρη, τα ιερά, γύρω στο 2000 π.Χ. Κι από εκεί επεκτάθηκαν στη Λευκάδα, και στην Ακαρνανία, αλλά και στην Ιθάκη. Τι την ήθελε τη λέξη «Ιθάκη» και την είπε ο άνθρωπος, ξεσήκωσε θύελλα. Παλαμάκια ακούστηκαν, δικός μας και ο Οδυσσέας, είπαν τα μαθητούδια. Ησυχία, φώναξε ο γυμνασιάρχης. Και ο ομιλητής συνέχισε με προτάσεις και με έννοιες, που περιείχαν τις λέξεις, Όμηρος και ομηρικά έπη, Σελλοί και Ελλοί, Αχέρων και Αχερουσία και Κέρβερος, Κώκυτος και Πυριφλεγέθοντας και Θύαμις, Εφύρα και Τορώνη, Τιτάνη και Φανωτή, Ελίνα και Φωτική. Κι όλα αυτά, απαξάπαντα, από το ένα αυτί των μαθητών έμπαιναν και από το άλλο έβγαιναν. Η θάλασσα απέναντι αστραφτερή, ένας καθρέφτης απέραντος. Οι ηλιαχτίδες, ακουμπώντας επάνω της, εξοστρακίζονταν, δημιουργώντας ποικιλόχρωμες ανταύγειες στους αιθέρες. Βαρκούλες αρμένιζαν με τα πανιά απλωμένα, ψαράδες τραβούσαν τα δίχτυα τους τραγουδώντας. Τα αγόρια μαγεμένα από το περιβάλλον κοίταζαν τα κορίτσια, και τα κορίτσια τα αγόρια. Αλλά τα βλέμματα ήταν αλλιώτικα, παράξενα. Ίσως και να ενείχαν σκέψεις και επιθυμίες υπαγόμενες στις απαγορεύσεις των Δέκα Εντολών και της Βίβλου. Ίσως, ενδεχομένως, οπωσδήποτε, όμως, τη στιγμή εκείνη, την ειδυλλιακή, οι ψυχές ήταν μεθυσμένες και ζητούσαν επίμονα να βγουν από τα σώματα, για να πετάξουν, για να ενωθούν, για να αφομοιωθούν, με την άπειρη ομορφιά του σύμπαντος κόσμου.

Αλκυονίδες, 1949 στην Ηγουμενίτσα - Του Θεόδωρου Ν. Κώτσιου Αλκυονίδες, 1949 στην Ηγουμενίτσα - Του Θεόδωρου Ν. Κώτσιου Reviewed by thespro.gr on Δευτέρα, Απριλίου 01, 2019 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σελίδες

Από το Blogger.