«Τσάμηδες»: Διεκδικήσεις και η Αλήθεια - Του Αντώνη Μπέζα

«Τσάμηδες»: Διεκδικήσεις και η Αλήθεια - Του Αντώνη Μπέζα

Του Αντώνη Μπέζα, πρ. υπουργού και βουλευτή Θεσπρωτίας

Η απάντηση του Έλληνα ΥΠΕΞ Νίκου Δένδια στα ζητήματα που με προκλητικό τρόπο έθεσε την Δευτέρα 22/5/2022 η Αλβανίδα ομόλογός του Όλτα Τσάσκα για περιουσίες Τσάμηδων στην Ελλάδα» τα «ανθρώπινα δικαιώματα των Τσάμηδων» και την «άρση του εμπολέμου», ήταν όπως θα έπρεπε ξεκάθαρη και αυστηρή. Για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι η κυβέρνηση Ράμα συνεχίζει να χρησιμοποιεί το νομικά, ιστορικά και πολιτικά ανύπαρκτο θέμα των Τσάμηδων τόσο για ψηφοθηρικούς λόγους όσο και ως πίεση στην ελληνική πλευρά που θέτει, και καλώς κάνει, στην ενταξιακή πορεία της Αλβανίας το ζήτημα του σεβασμού των δικαιωμάτων της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας.
Μην έχουμε όμως καμία αυταπάτη. Πίσω απ’ όλα αυτά, υπάρχει ο αλβανικός αλυτρωτισμός. Η ιδέα της “Μεγάλης Αλβανίας, που κατά τους αλβανούς εθνικιστές φτάνει μέχρι την Άρτα, γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια στη γειτονική χώρα. Αν οι αλυτρωτικές φωνές στην Αλβανία, ήταν προϊόντα μιας περιθωριακής ομάδας, ή υφίσταντο μόνο ως επικοινωνιακό παιχνίδι για εσωτερική αλβανική κατανάλωση, τότε τα πράγματα δεν θα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά. Δεν συμβαίνει όμως αυτό.
Από το 1994 η αλβανική Βουλή, επιχειρώντας να παραλληλίσει το ζήτημα των Τσάμηδων με το ολοκαύτωμα των Εβραίων, καθιέρωσε την 27η Ιουνίου (1944), ως «ημέρα «γενοκτονίας των Τσάμηδων», ενώ το αλβανικό Υπουργείο Πολιτισμού χρηματοδότησε το 2012 την κατασκευή του γνωστού «μνημείου για τη θηριωδία των Ελλήνων», στην περιοχή Κλόγερη της Τζάρας κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, μνημείο στο οποίο γίνονται κάθε χρόνο εκδηλώσεις από την Τσάμικη κοινότητα. Από την άλλη μεριά, το ζήτημα έχει πλέον ξεφύγει από το εσωτερικό της Αλβανίας και τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα και έχει μεταφερθεί, δυστυχώς, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.


Είναι τελικά οι Τσάμηδες θύτες ή θύματα;
Για το αν η μειονότητα αυτή ήταν κατατρεγμένη και δεινοπαθούσε μέσα στο ελληνικό κράτος μετά το 1913, υπάρχει από το 1928 η απόφαση του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία ασχολήθηκε με τέτοιου είδους καταγγελίες και τις απέρριψε. Η Αλβανία, έθεσε, τo 1928 προς τον Γενικό Γραμματέα της Κ.τ.Ε., θέμα αναγνώρισης των Μουσουλμάνων Τσάμηδων ως Αλβανικής μειονότητας και επίσης, θέμα δίκαιας μεταχείρισης των περιουσιών τους. Tο Συμβούλιο έκρινε ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με την ελληνική νομοθεσία και αρνήθηκε να χαρακτηρίσει τη συγκεκριμένη μειονότητα ως εθνική. Έτσι, η Αλβανία «ηττήθηκε» στην επιδίωξή να παρουσιάσει ως δεινοπαθούσα εθνική μειονότητα τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας.
Όσον αφορά τις απόψεις που θέλουν τους Τσάμηδες να συμμαχούν με τις φασιστικές δυνάμεις Κατοχής από ανάγκη, εξαιτίας των επιθέσεων που εξαπέλυσε εναντίον τους ο ΕΔΕΣ, εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η απολογητική του μειονοτικού εθνικο-σοσιαλισμού στη Θεσπρωτία, είναι προϊόν πλάνης ή θράσους. Ούτε το 1941, ούτε το 1942, αλλά ούτε μέχρι τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1943 με την καταστροφή του Φαναρίου και τις εκτελέσεις στην Παραμυθιά, κινδύνευσαν οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες από τις ομάδες του Ναπολέοντα Ζέρβα, διότι απλά αυτές, είτε δεν υπήρχαν, είτε ήταν τόσο ολιγάριθμες που δεν συνιστούσαν πραγματική απειλή.
Η βία που ασκήθηκε εναντίον του ελληνικού πληθυσμού, από τα όργανα της αλβανικής διοίκησης στη Θεσπρωτία κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εμπεριείχε ασφαλώς εθνοτική, πολιτισμική και θρησκευτική διάσταση. Όμως δεν εκδηλώθηκε εξ αιτίας αυτών των διαφορών. Ο κεντρικός της πυρήνας ήταν πολιτικός και αφορούσε το σχέδιο προσάρτησης της περιοχής στη «Μεγάλη Αλβανία». Η Αλβανία χρειαζόταν τη μειονότητα στη Θεσπρωτία, όχι μόνον ως αντίβαρο για τους Βορειοηπειρώτες, αλλά και για να παίξει τα δικά της πολιτικά παιχνίδια στην περιοχή. Η βία εκδηλώθηκε για να αφανιστεί ή να απομακρυνθεί ο χριστιανικός πληθυσμός της περιοχής, ώστε να διευκολυνθεί η απόσπασή της από την Ελλάδα και η μελλοντική ενσωμάτωσή της στην Αλβανία. Αυτή είναι η πραγματικότητα!


Η ανθελληνική δράση
Εξάλλου, ανθελληνική δράση των Μουσουλμάνων Τσάμηδων υπάρχει ήδη από την απελευθέρωση της Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό, στους Βαλκανικούς πολέμους 1912- 1913. Είναι γνωστό ότι εκείνη την περίοδο δυνάμεις άτακτων Μουσουλμάνων Τσάμηδων έκαψαν ελληνικά χωριά σε Θεσπρωτία, Πρέβεζα και Ιωάννινα ενώ κατά την απελευθέρωση, ένοπλα τμήματά τους πολέμησαν στο πλευρό του τουρκικού στρατού.
Μετά την προσάρτηση της Αλβανίας από τους Ιταλούς, το 1939, οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες χρησιμοποιήθηκαν από το φασιστικό καθεστώς της Ρώμης, ακόμη και με σκηνοθετημένα αιματηρά επεισόδια στα ελληνοαλβανικά σύνορα, για να δικαιολογήσουν την ιταλική εισβολή του 1940 στην Ελλάδα. Οι Αλβανοί, περιλαμβανομένων φυγόστρατων Μουσουλμάνων Τσάμηδων, συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις των Ιταλών με 18 τάγματα πεζικού πρώτης γραμμής. Το μέτωπο του ποταμού Καλαμά (νότιο μέτωπο) δεν άντεξε την ιταλική επίθεση αφού εισέβαλλαν από το αλβανικό έδαφος στη Θεσπρωτία και διείσδυσαν σε όλη την περιοχή μέχρι την Πρέβεζα, οι Ιταλοί υποχώρησαν όμως μετά από λίγες εβδομάδες εξ αιτίας της αρνητικής για εκείνους τροπής που πήραν τα πράγματα στο μέτωπο της Πίνδου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, λίγες ώρες μετά την εισβολή των ιταλο- αλβανικών στρατιωτικών δυνάμεων, ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας Σιεφγκέτ Βερλιάτσι, διάβασε, από το ραδιοφωνικό σταθμό των Τιράνων, το παρακάτω διάγγελμα του Υπουργικού Συμβουλίου της Αλβανίας. 
Το κείμενο του διαγγέλματος δημοσιεύτηκε στη συνέχεια στην εφημερίδα των Τυράννων Tomori, στη «γκέγκικη» διάλεκτο που ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους και στην ιταλική γλώσσα:
«Αλβανικέ Λαέ! Η Κυβέρνησή Σου διασαλπίζει τον ενθουσιασμό και την πίστη της στη σημερινή λαμπρή ημέρα για την Πατρίδα μας.
Το όνειρο των προγόνων μας, η ιερότερη ελπίδα των χρόνων της νεότητος και της ακμής μας πραγματοποιήθηκαν.
Οι αλβανικοί πληθυσμοί της Τσαμουριάς επιστρέφουν στους κόλπους της Αλβανικής Πατρίδος.
Τα σώματα του ενδόξου Ιταλικού Στρατού, που περιλαμβάνουν στις γραμμές τους και επίλεκτα τμήματα Αλβανών στρατιωτών, ανέτρεψαν με την ορμή τους την ελληνική γραμμή των συνόρων και προήλασαν στα προσφιλή εδάφη της Τσαμουριάς, όπου τόση μεγάλη αλβανική ιστορία και παράδοση κυριάρχησε σε κάθε περίοδο...».
Μετά την ήττα της Ελλάδας και την εδραίωση της ιταλικής κατοχής στην Ήπειρο, τον Μάιο του 1941, άρχισαν να δραστηριοποιούνται στην περιοχή οι πρώτες ένοπλες ομάδες των Μουσουλμάνων Τσάμηδων. Οι υποσχέσεις που έδωσαν στην Αλβανία οι δυνάμεις του Άξονα για τη στήριξη των εδαφικών της βλέψεων προκειμένου να δημιουργηθεί η «Μεγάλη Αλβανία», είχαν σαν αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού των Μουσουλμάνων Τσάμηδων να υποστηρίξει ενεργά τις κατοχικές δυνάμεις.
Με βάση αυτές τις υποσχέσεις, την 3η Μαΐου του 1941, η αλβανική κυβέρνηση υπέβαλε μνημόνιο στο ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών με αξιώσεις έναντι της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας. Ειδικά για την Ελλάδα, διατυπώθηκε η απαίτηση να προσαρτηθούν στην Αλβανία, εκτός από τη Θεσπρωτία, οι νομοί Ιωαννίνων και Πρέβεζας και τμήμα του νομού Άρτας βορείως του Αράχθου ποταμού, καθώς και τμήματα της Δυτικής Μακεδονίας, όπως ακριβώς είχε διατυπωθεί σε παρόμοιο αίτημα των Αλβανών προς τις Μεγάλες Δυνάμεις κατά τη Συνδιάσκεψη του Βερολίνου το 1878.


Ποιές είναι σήμερα, οι αλβανικές διεκδικήσεις;
Δεν αναφέρομαι σε δημοσιεύματα ή στις «γραφικές» απόψεις των οργανώσεων των Τσάμηδων. Μιλάω για απόψεις και θέσεις, όπως αυτές έχουν διατυπωθεί με τον πιο επίσημο τρόπο από την αλβανική πολιτική ηγεσία. Ο αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα έχει θέσει ευθέως θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Τσάμηδων και αναγνώρισης της γενοκτονίας τους από τους Έλληνες (δικαίωμα στη μνήμη), όπως και τη δυνατότητα ελεύθερης διακίνησης και δικαστικής διεκδίκησης περιουσιών για τους απόγονους της τσάμικης κοινότητας (δικαίωμα στην περιουσία). Παράλληλα, έχει θεωρήσει ως «παραλογισμό τη διατήρηση του εμπολέμου Ελλάδος- Αλβανίας και ως ζωντανό φάντασμα, με συνέπειες και αφόρητα εμπόδια στους πολίτες».
Το αλβανικό Υπουργείο Εξωτερικών έχει θέσει μάλιστα και μια άλλη διάσταση. Ισχυρίσθηκε ότι «η συνεργασία εκπροσώπων της τσάμικης κοινότητας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τους ναζί, αποτελεί ατομική τους ευθύνη και όχι συλλογική και δεν μπορεί να ποινικοποιείται συνολικά η στάση μιας έντιμης κοινότητας». Ανέφερε επίσης ότι «η αλβανική κυβέρνηση έχει ερευνήσει πρακτικές, όπως των Σουντέτεν, για τους τρόπους με τους οποίους άλλες χώρες έχουν αναδείξει παρόμοια θέματα».

Τι απαντούμε σ’ αυτές τις διεκδικήσεις με βάση τα πραγματικά γεγονότα και το διεθνές δίκαιο;

Θα προσπαθήσω να κάνω σύντομες αναφορές σε επτά επιμέρους ενότητες:
1ον) Ο ισχυρισμός ότι με τις δυνάμεις Κατοχής, συνεργάστηκαν μόνο ορισμένοι εκπρόσωποι της τσάμικης κοινότητας και επομένως η συνεργασία αυτή αποτελεί θέμα «ατομικής ευθύνης», είναι ιστορικά λανθασμένος. Από τη μελέτη των γερμανικών στρατιωτικών αρχείων και των εκθέσεων προς τις ελληνικές αρχές της εποχής, προκύπτει ότι η κινητοποίηση της Μουσουλμανικής Τσάμικης κοινότητας υπέρ των κατοχικών δυνάμεων υπήρξε γενικευμένη.
Στη διάρκεια της Κατοχής, με τη συνεργασία των Ιταλών αρχικά και των Γερμανών στη συνέχεια, οι Τσάμηδες εξουδετέρωσαν την τοπική ελληνική διοίκηση και διέπραξαν τρομακτικά εγκλήματα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, υπονομεύοντας κάθε προοπτική μελλοντικής συνύπαρξης με τους χριστιανούς Έλληνες. Με διάταγμα της φασιστικής Ιταλίας, οι αδελφοί Νουρή και Μαζάρ Ντίνο από την Παραμυθιά, διορίστηκαν, ο πρώτος ύπατος αρμοστής της Θεσπρωτίας και ο δεύτερος συνταγματάρχης της «Μιλίτσια», της τσάμικης δηλαδή πολιτοφυλακής, ενώ αργότερα, δημιούργησαν ένα είδος τοπικής κυβέρνησης, την οργάνωση «Εθνική Αλβανική Επιτροπή», γνωστή ως «Ξίλια».
Οι Τσάμηδες έλαβαν μέρος με την πλευρά των Γερμανών σε μια σειρά μάχες στη Θεσπρωτία εναντίον των ανταρτικών δυνάμεων του ΕΔΕΣ , ενώ από την Έκθεση του μοίραρχου Ευστράτιου Ζάκκα το 1948, τεκμηριώθηκαν 632 δολοφονίες Ελλήνων, 428 απαγωγές και εξαφανίσεις προσώπων, 31 ομηρίες, 209 βιασμοί γυναικών, 2.332 πυρπολήσεις κατοικιών, 53 λεηλασίες χωριών και εκατοντάδες κλοπές κοπαδιών ζώων. Πλήρης καταγραφή , βέβαια, δεν έχει ακόμη υπάρξει… Όλα αυτά, δεν έγιναν από μεμονωμένα άτομα, αλλά με τη συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού της Τσάμικης κοινότητας!

2ον) Κανένα δικαίωμα, ούτε στη μνήμη (ανέγερση μνημείων κλπ), ούτε στη διεκδίκηση των περιουσιών, δεν έχει δοθεί στους Γερμανούς της Τσεχίας (στους Σουντέτεν ή Σουδήτες), που υπήρξαν συνεργάτες των ναζί. Το παράδειγμα αυτό που επικαλείται η αλβανική προπαγάνδα είναι σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, αφού τα περίφημα «διατάγματα Μπένες», του τότε αστού Τσέχου προέδρου, με τα οποία εκδιώχθηκαν δυόμιση εκατομμύρια Σουδήτες από την Τσεχία και αφαιρέθηκαν η ιθαγένεια και οι περιουσίες τους, ισχύουν μέχρι σήμερα, παρά τις προσπάθειες της Γερμανίας να καταργηθούν κατά την ένταξη της Τσεχίας στην ΕΕ.
Εξάλλου, η ελληνική νομοθεσία απαγορεύει την εξύμνηση των ναζιστικών εγκλημάτων και των προσώπων που εμπλέκονται σ’ αυτά, και μη ξεχνάμε ότι τα ελληνικά Δικαστήρια Δωσιλόγων (Ιωαννίνων και Κέρκυρας) εξέδωσαν περίπου 1.700 αποφάσεις και καταδίκασαν 1.930 Τσάμηδες, την περίοδο από το 1945 μέχρι το 1949, ως εγκληματίες πολέμου και συνεργάτες των κατακτητών, δημεύοντας ταυτόχρονα τις περιουσίες τους, πρακτική που ακολουθείται παγίως για όσους καταδικάζονται ως δωσίλογοι.


3ον) Ο Ναπολέων Ζέρβας, ηγέτης της αντιστασιακής οργάνωσης του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο, είναι πράγματι ο άνθρωπος που διέλυσε την αλβανική διοίκηση στη Θεσπρωτία και στα τρία επίπεδα:πολιτικό, αστυνομικό και στρατιωτικό. Ο Ναπολέων Ζέρβας, όμως, προχώρησε στην εκκαθάριση της Θεσπρωτίας από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της αλβανικής διοίκησης (επίστρατους, Τζανταρμερία και ομάδες κρούσης), όχι με ατομική του πρωτοβουλία, αλλά σε συναντίληψη με τον συμμαχικό παράγοντα. Το καλοκαίρι του 1944 ο ΕΔΕΣ δεν εκπροσωπούσε το ελληνικό κράτος και δεν έπαιρνε εντολές από τον κατοχικό Έλληνα πρωθυπουργό. Εκπροσωπούσε τις συμμαχικές δυνάμεις και αποτελούσε παράγοντα της ελληνικής αντιφασιστικής αντίστασης.
Είναι γεγονός ότι η εκκαθάριση της Θεσπρωτίας από τους ένοπλους θυλάκους της αλβανικής διοίκησης δεν υπήρξε παντού αναίμακτη. Εκτός από τους Τσάμηδες που έχασαν τη ζωή τους συμμετέχοντες σε ένοπλες συγκρούσεις με τα ελληνικά αντιστασιακά τμήματα, έχασαν επίσης τη ζωή τους και Μουσουλμάνοι πολίτες. Στις περιπτώσεις όμως αυτές, μιλούμε κατά κύριο λόγο για μεμονωμένες αντεκδικήσεις εκ μέρους συγγενών των θυμάτων από το χριστιανικό πληθυσμό. Αυτές οι μορφές “δικαιοσύνης”, δεν παρατηρήθηκαν μόνο στη Θεσπρωτία όταν έφυγαν φιλικές στον εθνικοσοσιαλισμό μειονότητες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρατηρήθηκαν και αλλού. Συγκριτικά με τα θύματα παρόμοιων αντεκδικήσεων, όπως στην περίπτωση των Σουδητών της Τσεχίας, η εκκαθάριση της Θεσπρωτίας από τα ένοπλους Μουσουλμάνους Τσάμηδες και η εκκένωση της περιοχής από τους αμάχους, δεν υπήρξε ιδιαίτερα αιματηρή και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά “γενοκτονία”, όπως επιχειρεί να αναγνωριστεί η Αλβανία.
Όσον αφορά μάλιστα στους αμάχους (15.000 με 17.000 άτομα σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή της UNRA), που οικειοθελώς αποχώρησαν μαζί με τους Γερμανούς στην Αλβανία με το στίγμα του δωσίλογου και του συνεργάτη του φασισμού, προκύπτει, από την αλληλογραφία που έχει διασωθεί, ότι ο Ζέρβας είχε δώσει σαφείς εντολές στις δυνάμεις του ΕΔΕΣ να μεριμνήσουν και να προστατεύσουν τα γυναικόπαιδα στην ασφαλή έξοδό τους από τη Θεσπρωτία.


4ον) Από τους Τσάμηδες αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια, είτε μεμονωμένα για εθνική προδοσία, με τις αποφάσεις Δικαστηρίων που προανέφερα ή με διοικητικές πράξεις, επικουρικές στις αποφάσεις αυτές, είτε συλλογικά, με τη γνωστή απόφαση του 1947 του Υπουργείου Στρατιωτικών. Στην απόφαση αυτή τονίζεται ότι αναχώρησαν οριστικά από τη χώρα χωρίς πρόθεση να επανέλθουν σε αυτή. Κατά τον ίδιο τρόπο δημεύθηκαν οι περιουσίες τους και με μια σειρά νομοθετικά διατάγματα, και μοιράστηκαν στους ακτήμονες Έλληνες της περιοχής.
Με βάση την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή νομολογία, η διεκδίκηση από τους Τσάμηδες αυτών των δημευθέντων περιουσιών δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να σταθεί νομικά. Η ευρωπαϊκή προστασία περιουσιακών δικαιωμάτων δεν εκτείνεται σε γεγονότα προ του 1950. Υπάρχουν γνωμοδοτήσεις και σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους Σουδήτες της Τσεχίας, αλλά και αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Αρείου Πάγου, σε προσφυγές κατοίκων της Φλώρινας που είχαν καταδικασθεί για δωσιλογισμό.

5ον) Εκτός από το «ελληνικό», υπάρχει και το «αλβανικό εμπόλεμο». Τον Ιούλιο του 1992, η κυβέρνηση Μπερίσα ακύρωσε όλες τις αποφάσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος και επανέφερε σε ισχύ εκείνες των κυβερνήσεων του βασιλιά Ζώγου. Έτσι, έχουμε το λεγόμενο «αλβανικό εμπόλεμο», που θέσπισε η αλβανική βουλή το 1939, το οποίο δεν καταργήθηκε με νόμο από τις μέχρι σήμερα αλβανικές κυβερνήσεις.
Από ελληνικής πλευράς, το 1987, με την απόφαση του υπουργικού συμβουλίου για άρση της εμπολέμου καταστάσεως με την Αλβανία, ο χαρακτήρας της Αλβανίας ως εχθρικού κράτους έπαψε να υφίσταται. Το 1996 μάλιστα, με νέα πράξη του υπουργικού συμβουλίου, η Ελλάδα προχώρησε και στην υπογραφή Συμφώνου Φιλίας με την Αλβανία.
Ενώ λοιπόν η Ελλάδα, έχει άρει πρακτικά και ουσιαστικά το εμπόλεμο, η αλβανική πλευρά δεν αρκείται στην απόφαση του υπουργικού συμβουλίου του 1987 αλλά επιμένει ότι πρέπει να υπάρξει κύρωση μέσω του ελληνικού Κοινοβουλίου. Η υποκρισία τους είναι, ότι ενώ ζητούν από την Ελλάδα την τυπική ολοκλήρωση της διαδικασίας, οι ίδιοι με τη σειρά τους δεν έχουν προωθήσει νομοθετική ρύθμιση ακύρωσης της απόφασης του «αλβανικού εμπολέμου» του 1939.

6ον) Το εμπόλεμο και η άρση του, δεν σχετίζονται με τις περιουσιακές διεκδικήσεις της Τσάμικης κοινότητας αλλά με τις περιουσίες Aλβανών υπηκόων (οι Τσάμηδες τότε είχαν ελληνική υπηκοότητα) που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στο ελληνικό έδαφος και χαρακτηρίστηκαν ως «εχθρικές» με τον Α.Ν. 2636/1940. Αυτές τέθηκαν σε καθεστώς μεσεγγύησης έως το τέλος του εμπολέμου (είναι περίπου 200 στον αριθμό) και το ελληνικό κράτος έκτοτε τις διαχειρίζεται μέσω της ενοικίασης σε ιδιώτες.
Σ’ ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον ειρήνης και συνεργασίας, είναι φυσικό ότι δεν μπορεί να συνεχίσει η εμπόλεμη κατάσταση και θα πρέπει προφανώς να καταργηθεί, πρωτίστως βέβαια, από την Αλβανία. Στην περίπτωση όμως αυτή, δεν μπορεί οι διεθνείς συνθήκες να ισχύουν για τις αλβανικές περιουσίες που τελούν υπό μεσεγγύηση και από την άλλη πλευρά, να μην γίνονται σεβαστά από τους Αλβανούς τα περιουσιακά δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας, εντός του αλβανικού κράτους, (βλέπε Χιμάρα).

7ον) Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες μετά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα, αρχικά εγκαταστάθηκαν στη νότια Αλβανία και στη συνέχεια σε ολόκληρη την ενδοχώρα, σε πρόχειρα παραπήγματα, σκηνές, εγκαταλελειμμένες οικοδομές, εκκλησίες και αποθήκες του ιταλικού στρατού και δυστυχώς, επειδή δεν ήταν καθόλου αρεστοί στην Αλβανία, πολλοί από αυτούς πέθαναν από κρυοπαγήματα, κακουχίες και ασιτία. Μάλιστα, άρχισαν να αποτελούν μια νέα, περιφρονημένη και εξαρτημένη κοινωνική τάξη.
Στις 25 Μαρτίου 1949, το Κ.Κ. Αλβανίας αποφάσισε τη στρατολόγηση των Τσάμηδων και την επάνοδό τους στην Ελλάδα. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σέχου κάλεσε όλους τους Τσάμηδες ηλικίας από 20 έως 45 ετών να στρατευθούν για την «απελευθέρωση της πατρίδας τους» (δηλαδή της περιοχής της Θεσπρωτίας), ενώ παράλληλα ξεκίνησε ανηλεής αγώνας κατά των ανυπότακτων Τσάμηδων. Τα αποτελέσματα της στρατολόγησης ήταν πενιχρά. Μερικές εκατοντάδες μόνο Τσάμηδων στρατολογήθηκαν. Παράλληλα, οι Τσάμηδες στην Αλβανία οργάνωσαν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για τη βίαιη στρατολόγησή τους. Πολλοί συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν ή περιορίστηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Άλλοι, υπέβαλλαν αίτηση για την απόκτηση της αλβανικής ιθαγένειας παρότι είχαν αμυδρές ελπίδες για επαναπατρισμό. Οι άστοχοι χειρισμοί της αλβανικής κυβέρνησης είχαν ως αποτέλεσμα αρκετοί «Τσάμηδες» να προσπαθήσουν να δραπετεύσουν στην Ελλάδα. Ελάχιστοι όμως έφτασαν στην Κέρκυρα. Οι υπόλοιποι συνελήφθησαν και εξοντώθηκαν ή έμειναν για δεκαετίες στις αλβανικές φυλακές.

Ο επίλογος του τσάμικου γράφτηκε στις 19 Απριλίου 1953, με το διάταγμα 1654/1953 με το οποίο το αλβανικό κράτος και επίσημα απέδωσε την αλβανική ιθαγένεια σε όλους τους «Τσάμηδες» που κατοικούσαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Το μνημείο της Τζάρας είναι ψευδεπίγραφο! Τα χιλιάδες (;) ονόματα που αναγράφονται σ’ αυτό, δεν έχουν καμιά σχέση με υποτιθέμενες θηριωδίες των Ελλήνων. Είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα θύματα ενός ιδιότυπου αλβανικού εμφύλιου, της αδιαφορίας δηλαδή αρχικά και στη συνέχεια των σφοδρών διώξεων του καθεστώτος Χότζα εναντίον του τσάμικου πληθυσμού. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Τα τελευταία χρόνια η Αλβανία για να στηρίξει διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας ως αντίβαρο στο «Βορειοηπειρωτικό ζήτημα» ξαναγράφει συστηματικά και μεθοδικά την ιστορία της χρησιμοποιώντας την προπαγάνδα των Μουσουλμάνων Τσάμηδων. Έχει ξεκινήσει να αποκαθιστά την ηγεσία τους, που ενώ ήταν συνεργάτες του φασισμού, τους εμφανίζει τώρα σαν αντιφασίστες. Η τρομοκρατία κατά του χριστιανικού πληθυσμού, αποσιωπάται. Η φυγή τους από τη Θεσπρωτία το φθινόπωρο του 1944, όταν ο πόλεμος βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη, παρουσιάζεται από την επίσημη Αλβανία, είτε ως εθνοκάθαρση, είτε ως γενοκτονία.
Ποιο είναι το γνωστικό υπόβαθρο μας, προκειμένου να αξιολογήσουμε αυτές τις εκδοχές και τις διεκδικήσεις της αλβανικής πλευράς; Οι νέοι μας δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτα. Από την άλλη μεριά, οι κυρίαρχες εγχώριες αφηγήσεις για το “Τσάμικο”, ιδιαίτερα στον ακαδημαϊκό και δημοσιογραφικό χώρο, δεν διαφέρουν και πολύ από τις αντίστοιχες της επίσημης Αλβανίας. Και ο βασικός λόγος για αυτή την ομοιότητα, δεν είναι ότι υπάρχουν ανάμεσά μας πράκτορες της Αλβανίας, είναι ότι κάποιοι βρίσκονται ακόμη αγκυλωμένοι ιδεολογικά στην περίοδο του Εμφυλίου, και μάλιστα στο αφήγημα των ηττημένων του ελληνικού εμφυλίου, αφήγημα που συσκοτίζει ή ανατρέπει την ιστορική πραγματικότητα.
Ασφαλώς, μια λύση- πακέτο των ζητημάτων που έχουμε με την Αλβανία θα ήταν καλοδεχούμενη, για να αποδείξουμε ότι η χώρα μας είναι παράγοντας περιφερειακής σταθερότητας και να συσσωρεύσουμε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο. Η ειρηνική σχέση και συνεργασία με την Αλβανία είναι μονόδρομος – αυτό τουλάχιστον διδάσκει η πρόσφατη ιστορία. Όμως η πιο στέρεα βάση για μια γνήσια ελληνοαλβανική φιλία είναι η παραδοχή της αλήθειας. Και η αλήθεια δεν έχει καμία σχέση με την προπαγάνδα του αλβανικού αλυτρωτισμού!
«Τσάμηδες»: Διεκδικήσεις και η Αλήθεια - Του Αντώνη Μπέζα «Τσάμηδες»: Διεκδικήσεις και η Αλήθεια - Του Αντώνη Μπέζα Reviewed by thespro.gr on Τετάρτη, Μαΐου 25, 2022 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σελίδες

Από το Blogger.