Ο "δάσκαλος", για τον Γιώργο Σούγκα (Γράφει ο Παύλος Λ. Αλεξίου) με σπάνιες ανέκδοτες φωτογραφίες
«Ιδανικός δάσκαλος είναι εκείνος που γίνεται γέφυρα για να περάσει αντίπερα ο μαθητής του. Κι όταν πια του διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα να γκρεμιστεί, ενθαρρύνοντας το μαθητή του να φτιάξει δικές του γέφυρες.» Νίκος Καζαντζάκης.
«Καιρό τώρα που ήθελα να γράψω για τον Γιώργο»*, για τον δάσκαλο, για τον Γιώργο τον Σούγκα. Σκεφτόμουν ότι, σαν παλιοί μαθητές του, κάτι έπρεπε να κάνουμε ή με κάποιο τρόπο να τον τιμήσουμε με μια εκδήλωση, αλλά επειδή μέχρι τώρα αυτό δεν κατέστη δυνατόν, σκεφτόμουν να γράψω λίγα λόγια για κείνον, ένα μικρό αντίδωρο γι΄ αυτά που μας πρόσφερε.
«Καιρό τώρα που δεν ήθελα να γράψω τίποτε για τον Γιώργο»*, γιατί ένιωθα ότι, έχοντας επιλέξει να αποσυρθεί από την «τύρβη του κόσμου», θα ταράξω την ηρεμία του, θα ρυτιδώσω την αμεριμνησία των στοχασμών του και θα τον φέρω σε δύσκολη θέση, παραβιάζοντας τον ιερό χώρο της σεμνότητάς του. Ξέρω ότι εκείνος χαίρεται -και του αρκεί- που οι μαθητές του έγιναν χρήσιμοι στην κοινωνία, πολλοί έχουν σπουδάσει και κάποιοι έφτασαν να γίνουν Πανεπιστημιακοί, «δάσκαλοι των δασκάλων», όπως είπε κάποια μέρα.
Είχα πάντοτε έναν μεγάλο σεβασμό και εκτίμηση για τους δασκάλους, ιδιαίτερα τους παλαιότερους, χωρίς σε καμιά περίπτωση να υποτιμώ και το έργο των νεότερων, δεδομένου ότι οι πρώτοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε πολύ δύσκολα χρόνια και σε αντίξοες συνθήκες.
Στη νεότερη νεοελληνική ιστορία άλλωστε ήταν σημαντικός ο ρόλος τους σαν πνευματικοί φάροι και καθοδηγητές του λαού μας (Αντίσταση κλπ.), αλλά και στην ιστορία του τόπου μας, της Θεσπρωτίας, (Σπύρος Κόκκορης, Σπύρος και Προκόπης Σκεύης, Νίκος Ζιάγκος, Φώτης Μηλιώνης, Σπύρος Μουσελίμης κ. α., με «ξεχασμένους» παντελώς -δυστυχώς- τους 5 πρώτους).
Η σημερινή αναφορά μου στον Γιώργο τον Σούγκα αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής σε αυτούς τους δασκάλους, ύμνο σε αυτούς τους ανώνυμους εργάτες του πνεύματος και «μορφωτές» του λαού μας, όχι βέβαια πως την χρειάζονται. Γιατί ό,τι έκαναν, το έκαναν γιατί έτσι ένιωθαν, γιατί έκαναν το χρέος τους. Αλλά σαν δική μας ανάγκη, σαν ανάγκη της κοινωνίας.
«Τύχη αγαθή» λοιπόν έφερε τον Σεπτέμβρη του 1967, -όχι τυχαία, όπως θα μάθουμε στη συνέχεια- τον Γιώργο Σούγκα στο χωριό μου, ένα ορεινό και δύσβατο χωριό, στη Σαλονίκη Παραμυθιάς Θεσπρωτίας και είχα την χαρά να τον έχω δάσκαλο τις δυο τελευταίες τάξεις και τα παιδιά του χωριού μου για έξι (6) χρόνια, όσο κανέναν άλλο δάσκαλο! Όχι πως ο προηγούμενος δάσκαλος ήταν κακός -αρκετά χρόνια κι εκείνος στο χωριό- αλλά ήταν κάποιας ηλικίας, κουρασμένος και υποτονικός. Ακούγαμε πως «ήξερε πολλά γράμματα, αλλά δεν μπορούσε να τα μεταδώκει στα παιδιά».
«Γενική ανατροπή» με τον καινούργιο δάσκαλο, παιδαγωγική, πολιτιστική, κοινωνική. Εντυπωσιακός, ευπαρουσίαστος, ευθυτενής, αθλητικός με νεανική ενδυμασία (χωρίς γραβάτα και κοστούμι), ορεξάτος, ζωτικότατος, νέο παλικάρι γύρω στα 25, έπαιζε και χαιρόταν μαζί μας. Και αυτά δεν τα γράφω επειδή νοσταλγικά θέλω να τον εξιδανικεύσω, (όπως έκανε ο Καζαντζάκης, που μετά από χρόνια θυμόταν πόσο όμορφη ήταν η δασκάλα του -που δεν ήταν και τόσο- με την μεγάλη ελιά στο πρόσωπο), αλλά γιατί αυτή ήταν η πραγματική αλήθεια.
Βέβαια υπήρχαν και άλλοι δάσκαλοι, οι «ανάποδοι» με τη βίτσα, στους οποίους αναφέρεται ο ίδιος συγγραφέας, με την κλασική φράση της εποχής, παραγγελιά του πατέρα προς το δάσκαλο: «Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου, δάσκαλε…δέρνε το, δέρνε το, ωσότου να γίνει άνθρωπος».
Από το χωριό «Μύτικας» της Πρέβεζας, ορφανός τριών χρονών από πατέρα, σπούδασε στην Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, με φωτισμένους τότε δασκάλους. Ήρθε στο χωριό με ένα μηχανάκι «Ζούνταπ». Με αυτό έφευγε το Σάββατο το μεσημέρι (τότε κάναμε μάθημα και το Σάββατο) και ερχόταν Κυριακή βράδυ ή καμιά φορά Δευτέρα πρωί-πρωί, μέσα από έναν κακό χωματόδρομο, Παραμυθιά - Σαλονίκη 13χλμ. Κάποια φορά που είχε χιονίσει και ο δρόμος είχε κλείσει ερχόταν, σπρώχνοντας το μηχανάκι.
Έμενε σε ένα μικρό δωματιάκι του σχολείου περίπου 3χ3, κουζίνα, καθιστικό, υπνοδωμάτιο, χωρίς λουτρό και θέρμανση, αλλά πάντα ήταν λαμπερός και καθαρός. Η καθαριότητα άλλωστε ήταν η αδυναμία του και μας την δίδασκε με κάθε τρόπο. Τα μεσημέρια έτρωγε στο σπίτι μιας οικογένειας του χωριού, καταβάλλοντας ένα αντίτιμο.
Δεν ξέρω αν είχε μελετήσει σύγχρονα αντιαυταρχικά παιδαγωγικά συστήματα ή είχε να κάνει με τις σπουδές και το χαρακτήρα του, αλλά η μέθοδός του ήταν η έμπνευση και όχι η τιμωρία, η πράξη και όχι μόνον η θεωρία, ο σεβασμός και όχι η υποτίμηση, όχι όλη την ώρα μέσα στην τάξη, αλλά πολλές φορές μάθημα έξω, στη φύση, στο δάσος, στον κήπο, στις εκδρομές. Η τιμωρία ήταν σπάνια, όχι για μαθήματα, αλλά για επικίνδυνα πράγματα που κάναμε εμείς παιδιά του χωριού (πηδώντας π.χ. μια φορά από πανύψηλους τοίχους).
Πηγαίναμε στο δάσος, μας έδειχνε τα φυτά και τα πουλιά και μαζεύαμε κουμαρόχωμα για να περιποιηθούμε και να ασχοληθούμε με τον μικρό κήπο του Σχολείου. Επισκέψεις κάναμε και στην μοναδική μεταποιητική μονάδα του χωριού μας, το «μπατζαριό» - τυροκομείο.
Η διδασκαλία του δεν έμενε στα λόγια. Έτσι για παράδειγμα, επειδή στο χωριό δεν είχε έρθει ακόμη το ηλεκτρικό ρεύμα (είχαμε λάμπες-καντήλια και λάμπες με λαμπογυάλια), για να δείξει τι είναι ηλεκτρικό ρεύμα, είπε στα παιδιά να πιαστούν χέρι - χέρι κι εκείνος «έβαλε μπρος» στο μηχανάκι, ακουμπώντας με το χέρι του το «μπουζί» και το ασθενές ηλεκτρικό ρεύμα τρόμαξε τα παιδιά.
Το σχολείο είχε τότε γύρω στους 30 μαθητές. Η αίθουσα ήταν ενιαία για τις έξι τάξεις του Σχολείου, έτσι μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει τα μαθήματα όλων των τάξεων. Κάποιες φορές μάλιστα έβαζε παιδιά μεγαλύτερων τάξεων να βοηθάνε αυτά των μικρότερων τάξεων ή μας έλεγε να πηγαίνουμε στο μικρό γραφείο-βιβλιοθήκη να διαβάζουμε, την ώρα που εκείνος έκανε μάθημα στις μικρότερες τάξεις. Μας παρακινούσε να παίρνουμε βιβλία για διάβασμα και στο σπίτι. Έχοντας εξαντλήσει όλα τα βιβλία, κάποιοι από εμάς έφτασαν στο σημείο να διαβάζουν και τόμους των τριών εγκυκλοπαιδειών που είχαμε («Ήλιος», «Θησαυρός των Γνώσεων» του Χαρ. Μηχιώτη, Αντιγόνης Μεταξά).
Όταν κάποια άλλη φορά μας είχε βάλει μια έκθεση σχετική με τη θάλασσα και διάβαζε τις περιγραφές μας γι΄ αυτή, για λιμάνι, κολύμπι, βάρκες, καράβια κλπ., μας ρωτούσε ξανά και ξανά αν έχουμε δει ποτέ θάλασσα -κανένας μας δεν είχε δει- αλλά ήταν οι δικές του ζωντανές περιγραφές και ο πλούτος των βιβλίων που διαβάζαμε που μας έδινε αυτή τη δυνατότητα.
Καθιέρωσε στις εθνικές γιορτές -κι αυτό ήταν πρωτοφανές για το χωριό- να πηγαίνουμε από το σχολείο στην εκκλησία, που ήταν σε πολύ μικρή απόσταση 60μ. περίπου, συντεταγμένοι με τη σημαία, όπου διακρινόταν και σαν εξαιρετικός ψάλτης.
Με αυτόν τον τρόπο πηγαίναμε στο τέλος της χρονιάς σε ένα κοντινό «σιάδι», «στο αλώνι το χωματένιο», για τις γυμναστικές επιδείξεις, που τις παρακολουθούσε έκπληκτο όλο το χωριό, που πέρα από τις γυμναστικές ασκήσεις, μη έχοντας όργανα και εξοπλισμό, κάναμε και διάφορα παραδοσιακά αγωνίσματα («ζιακοδρομίες», αγώνας δρόμου με τα πόδια μέσα σε «ζιάκες» - τσουβάλια, σκυταλοδρομίες, αυγοδρομίες με ένα κουτάλι στο στόμα με ένα αυγό πάνω σε αυτό, το «μαντηλάκι», «σκλαβάκι» κλπ.).
Συχνές ήταν οι εκδρομές στη φύση. Κάποιες φορές συναντιόμαστε στον κάμπο με μαθητές από το γειτονικό χωριό Πετούσι, μοιράζοντας την απόσταση, παίζαμε μαζί και τραγουδούσαμε.
Καλλιεργούσε σταθερά το πνεύμα του δικαίου. Θυμάμαι ότι σε μια τέτοια εκδρομή, που είχαμε ψήσει ένα αρνί, για να είναι δίκαιη η διανομή των μερίδων, έβαλε ένα κορίτσι με γυρισμένη την πλάτη στο ψητό, να εκφωνεί τυχαία ονόματα παιδιών και να τους δίνεται η μερίδα που είχε επιλεγεί.
Πολύ σημασία έδινε και στα μαθήματα της ωδικής (μαθαίναμε πολλά τραγούδια) και της ζωγραφικής. Βλέποντας ότι κάποιος μαθητής πελεκώντας το ξύλο ή την πέτρα έκανε εξαιρετικές κατασκευές και ζωγράφιζε πολύ ωραία, του είπε «εσύ πρέπει να γίνεις γλύπτης» κι εκείνος μη γνωρίζοντας ακόμη την έννοια της λέξης του απάντησε «τι λες κύριε να πάω να γλύφω;».
Επειδή τα παιδιά των μεγάλων τάξεων ήταν λίγα για το 28θέσιο ιστορικό λεωφορείο «άγονης γραμμής» του Αλέξη Ντρίτσου (που έκανε και δρομολόγια για τα Σουλιοτοχώρια), οργάνωσε την εκδρομή στα Γιάννενα με μαθητές από το σχολείο του Πετουσιού, με τον δάσκαλό τους, τον Παν. Ζαρανίκα, μια εκδρομή πραγματική μαγεία (Κάστρο, Σπήλαιο, Μουσεία, Λίμνη, Ζωολογικό Κήπο, είχαν τα Γιάννενα κάποτε και τέτοιο).
Μας ανέθετε υπηρεσίες, την καθαριότητα του Σχολείο, την τροφοδοσία της ξυλόσομπας, με ξύλα που έφερνε κάθε οικογένεια -ένα φόρτωμα για κάθε παιδί- που τα κόβαμε και τα τακτοποιούσαμε στη αυλή του σχολείου.
Οι πολλές σχολικές γιορτές που κάναμε ήταν τρομερές κι ο κόσμος τις περίμενε και τις χαιρόταν. Σε κάποια απ΄ αυτές ήταν τόσο πετυχημένη η αμφίεση -με ρούχα και υλικά που εξοικονομούσαμε ή φτιάχναμε- και η υποκριτική δεινότητα των μαθητών, με τη δική του σκηνοθετική διδασκαλία, που ένας παππούς του είπε «Αμάν μωρέ δάσκαλε μας ξανάφερες πάλι τους Τούρκους», σε ένα σκετς με τον Αλή πασά, με εξαιρετική την ερμηνεία ενός μαθητή του στον ομώνυμο ρόλο, όπως ο ίδιος έχει αναφέρει.
Είχε επαφή με όλους τους χωριανούς, δεν υποτιμούσε κανέναν, ιδιαίτερα με τους παππούδες, που είχαν τον χρόνο να βγουν στο μεσοχώρι του χωριού, από τους οποίους άκουγε τις ιστορίες τους, έκανε καλαμπούρια μαζί τους, αλλά και καμιά «τετράδα στα χαρτιά» και γι΄ αυτό τον άκουγαν και τον αγάπαγαν όλοι. Θυμάμαι τον παππού μου να λέει, όταν γυρνούσε στο σπίτι: « Ο δάσκαλος είπε…». Μάλιστα κάποιες φορές έφερνε έναν απ΄ αυτούς, που είχε συμμετάσχει στην Μικρασιατική εκστρατεία, να μας μιλήσει στο σχολείο.
Όταν αρκετοί μαθητές πέρασαν στο Γυμνάσιο (δίναμε τότε εξετάσεις για το Γυμνάσιο) και είχαν στη συνέχεια εξαιρετικές επιδόσεις, ξεπερνώντας παιδιά της πόλης της Παραμυθιάς (πολλές φορές συνέβαινε αυτό με τα παιδιά από τα χωριά - «τέκνα της ανάγκης»- κι έτσι υπήρχε η σχετική «αντίθεση» που εκφραζόταν και στη «μπάλλα», όπου παίζαμε με χωρισμό των ομάδων σε «Παραμυθιά», «Χωριά»), όπως ο ίδιος αργότερα μας είχε αναφέρει, τον ρωτούσαν οι δάσκαλοι της πόλης με κάποια ζήλεια, «που τα βρήκες αυτά τα παιδιά μωρέ δάσκαλε;». Εκείνος είχε συμβάλλει στο «φτιάξιμό» τους.
Καθώς οι γονείς μας, μας απασχολούσαν στις διακοπές (Χριστούγεννα, Πάσχα, Καλοκαίρι) στις δύσκολες κτηνοτροφικές δουλειές, περιμέναμε πως και πως να περάσουν, για να ξεφύγουμε απ΄ αυτές για να πάμε στο σχολείο. Θυμάμαι τι χαρά πήραμε με τον αδελφό μου, όταν είμαστε με τα ζώα και 7 Γενάρη ακούσαμε και είδαμε το μηχανάκι του δάσκαλου ή όταν σε μια έκθεση για το πως περάσαμε το καλοκαίρι, εκφράζοντας αυτήν την γλυκειά προσμονή μας, πέρα από τις άλλες περιγραφές που κάναμε για το καλοκαίρι, κλείναμε την έκθεση μας, με τη φράση «πότε θα έρθει ο Άγιος Σεπτέμβριος» (άνοιγμα των Σχολείων).
Βέβαια η όλη παρουσία του δάσκαλου ενόχλησε κάποιους συντηρητικούς κύκλους του χωριού και δεν έλειψε η υπονόμευσή του. Όμως το αποκορύφωμα ήρθε, όταν παρ΄ ολίγο κινδύνευσε να συλληφθεί ως «τρομοκράτης», «αντιστασιακός» (είμαστε στην περίοδο της χούντας).
Κάνοντας την καθαριότητα του Σχολείου, έφυγε με το μηχανάκι Σάββατο μεσημέρι και άφησε δυο μεγάλα κορίτσια να πετάξουν τα σκουπίδια. Μεταξύ αυτών ήταν και μερικά ψηφοδέλτια με το «ΟΧΙ», που είχαν περισσέψει από το χουντικό δημοψήφισμα (τα περισσότερα, με το «ΝΑΙ» είχαν πέσει στην κάλπη), που τα κορίτσια πήραν για το σπίτι, είτε για προσάναμμα είτε για σημειώσεις, κάποια απ΄ αυτά τους έπεσαν στο δρόμο και μερικά κοντά στο σπίτι ενός μέλους της χουντοβουλής του Παπαδόπουλου. Πλάκωσαν τότε τόσα περιπολικά της Χωροφυλακής, που τρόμαξε το χωριό. Με πολύ δυσκολία τη γλύτωσε ο δάσκαλος που δεν ήταν κομματικά τοποθετημένος, αλλά ήταν δημοκράτης και προοδευτικός με την πραγματική, βαθιά, σημασία των όρων.
Αργότερα μάθαμε ότι δεν είχε έρθει τυχαία στο χωριό, αλλά όντας δάσκαλος για λίγο στην Πέρδικα, είχε στιγματισθεί, γιατί είχε εκφραστεί θετικά για τους τότε δημοκρατικούς αγώνες του λαού μας και είχε αρνηθεί στη συνέχεια να συμμετάσχει στις εκλαϊκευτικές ομιλίες για την χούντα.
Να είσαι καλά αγαπημένε δάσκαλε και όλοι οι άλλοι δάσκαλοι σαν εσένα.
Θυμηθήκαμε σήμερα λίγα, όσα ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν έσβησε από του μυαλού μας τη μνήμη. Θα σε θυμόμαστε όμως πάντα, με αγάπη και νοσταλγία. Και νομίζω ότι δεν είναι τίποτε πιο ωραίο για ένα δάσκαλο να τον θυμούνται και να τον χαιρετάνε με αγάπη οι μαθητές του.
Το παράδειγμά σου, επιβεβαιώνει ότι όσο χαλεποί κι αν είναι και οι σημερινοί καιροί, οι δυνάμεις της προόδου θα υπερνικήσουν και πάλι τα όποια εμπόδια.
«Το φως θα σκορπίσει τα σκοτάδια»!
*Από στίχους ποιήματος του μαθητή του Β. Αλεξίου, για έναν άλλο Γιώργο και για ένα άλλο λόγο.
Ο "δάσκαλος", για τον Γιώργο Σούγκα (Γράφει ο Παύλος Λ. Αλεξίου) με σπάνιες ανέκδοτες φωτογραφίες
Reviewed by thespro.gr
on
Rating:
