ΑΓΡΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΟΛΥΝΕΡΙ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ

ΑΓΡΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΟΛΥΝΕΡΙ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ
1968 "ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ" ΤΟΥ Θ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Το 1970, η ταινία «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου -η πρώτη μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη- σκάει σαν «βόμβα» στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή και χαράζει οριστικά τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον παλιό (του παραγωγού) και το νέο (του σκηνοθέτη-δημιουργού) ελληνικό κινηματογράφο. Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, ένα έγκλημα που είχε διαπραχθεί δύο χρόνια νωρίτερα σε ένα ηπειρώτικο χωριό και είχε προκαλέσει αίσθηση. Το «Έγκλημα και Τιμωρία» φέρνει στη δημοσιότητα την υπόθεση αυτή, που πέρα από το «εγκληματολογικό» της ενδιαφέρον έμελλε να αλλάξει και τον ρου του… ελληνικού κινηματογράφου.

Απρίλιος 1968. Ένας χρόνος από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας της «21ης Απριλίου». Πολυνέρι Θεσπρωτίας. Ένα μικρό ορεινό χωριό, μερικά χιλιόμετρα από τα παραθαλάσσιους οικισμούς Πλαταριά και Σύβοτα. Η περιοχή όπου βρίσκεται ο οικισμός του Πολυνερίου κατοικείται από τον 4ο αιώνα π.Χ. (πρόκειται για τον οχυρωμένο οικισμό Κούτσι) και σύμφωνα με τους αρχαιολόγους είναι το μοναδικό παράδειγμα αρχαίου οικισμού στη Θεσπρωτία που εξακολουθεί να κατοικείται έως σήμερα. Το χωριό έχει λιγοστά σπίτια, κάτοικους λιγότερους από 120, κυρίως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, καθώς οι περισσότεροι από τους νεότερους άνδρες, που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία, έχουν μεταναστεύσει στις πόλεις ή στο εξωτερικό.
Άποψη από το κάστρο στο Πολυνέρι
Σ’ αυτό το σκηνικό, στις 15 Απριλίου (Κυριακή των Βαίων) του 1968, η 45χρονη Λαμπρινή Πάντου από το Πολυνέρι φτάνει με τα πόδια στον Σταθμό Χωροφυλακής Πλαταριάς (που απέχει, περίπου, 8 χλμ.) για να προβεί σε μια σοβαρή καταγγελία. Υποστηρίζει πως ο κουνιάδος της Χαρίσης Πάντος 45 ετών, πατέρας τεσσάρων παιδιών, έχει εξαφανιστεί από το χωριό μυστηριωδώς ήδη από τις 5 του μηνός, χωρίς να έχει δώσει σημεία ζωής. Προσθέτει, μάλιστα, πως αν και η γυναίκα του Αγγελική, 40 ετών, επαναλαμβάνει πως έχει αναχωρήσει για τη Γερμανία (όπου ο Χαρ. Πάντος είχε πάει παλιότερα ως μετανάστης), η ίδια δεν το πιστεύει και υποθέτει βάσιμα πως έχει πέσει θύμα δολοφονίας, αφού φημολογείται πως η Αγγελική έχει ερωτικό δεσμό με τον 40χρονο αγροφύλακα και κάτοικο Πολυνερίου, Κώστα Τζώρτζη, παντρεμένο και πατέρα τριών παιδιών.
Ο Χαρίσης Πάντος
Οι αστυνομικοί αρχίζουν αμέσως τις έρευνες. Διαπιστώνεται πως την ημέρα της «εξαφάνισής» του, ο Χαρίσης Πάντος είχε διαμείνει σ’ ένα ξενοδοχείο των Ιωαννίνων και είχε εκδώσει με το όνομά του ένα εισιτήριο υπεραστικού λεωφορείου για την Αθήνα. Επιπλέον, η Αγγελική Πάντου παρουσιάζει στους χωροφύλακες ένα γράμμα του άνδρα της, που είχε σταλεί σ’ αυτήν τις επίμαχες ημερομηνίες από τα Ιωάννινα. Στο γράμμα αυτό, ο Χαρ. Πάντος δήλωνε απερίφραστα πως αναχώρησε από το Πολυνέρι, προκειμένου να επιστρέψει στην Γερμανία.
Οι αξιωματικοί που συμμετέχουν στην έρευνα κλονίζονται˙ δεν έχουν στα χέρια τους κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος της Αγγελικής Πάντου και του Κώστα Τζώρτζη. Μάλιστα, όπως σημείωναν ρεπορτάζ των εφημερίδων, η Αγγελική έλεγε στην Λαμπρινή πως «τον είχες φίλο τον άντρα μου και σου κακοφάνηκε που έφυγε, γι αυτό με κατηγορείς πως τον σκότωσα. Αλλά εγώ θα σε στείλω στο στρατοδικείο που με κατηγορείς».
Η αποκάλυψη
Όμως, η Λαμπρινή επιμένει στις καταγγελίες της. «Ψάξτε, ψάξτε παντού, για όνομα του Θεού, η ψυχή μου το λέει πως τον χαλάσανε. Το έλεγα και στον μακαρίτη πως θα τον φάει η λυσσάρα η γυναίκα του» φέρεται να είπε στους χωροφύλακες, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων εκείνης της εποχής. Από τις νέες έρευνες που διενεργούνται προκύπτει πως πράγματι η Αγγ. Πάντου και ο Κ. Τζώρτζης είχαν από μακρού χρόνου ερωτικές σχέσεις, που γνώριζαν οι περισσότεροι κάτοικοι του Πολυνερίου και ίσως και ο ίδιος ο Χαρ. Πάντος!
Περαιτέρω, από τις έρευνες εξακριβώνεται πως:
- λίγες μέρες πριν, ο Χαρ. Πάντος είχε αποσύρει από τον τραπεζικό του λογαριασμό 15.000 δρχ. από τις οποίες τις 13.000 δρχ. είχε δώσει σε κάποιον συγχωριανό του, στον οποίο όφειλε το ποσό. Επομένως, είχε κρατήσει μόνον 2.000 δρχ. για ένα ταξίδι από το Πολυνέρι στην Ηγουμενίτσα και από εκεί στα Ιωάννινα, την Αθήνα και εν τέλει στην Γερμανία.
- από τις υπόλοιπες 30.000 δρχ. που ήταν κατατεθειμένες στην τράπεζα, δεν είχε αποσύρει -όπως συνήθιζε σε παρόμοιες περιπτώσεις- κάποιο επιπλέον ποσό για την οικογένειά του και την οικογένεια του αδελφού του (που είχε πεθάνει και φρόντιζε ο ίδιος), ειδικά αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι πλησίαζαν οι γιορτές του Πάσχα και τα έξοδα των οικογενειών θα ήταν αυξημένα.
- στο δελτίο διανυκτερεύσεων του ξενοδοχείου των Ιωαννίνων, ο Χαρ. Πάντος είχε εμφανιστεί με μια γυναίκα, δηλώνοντας πως ήταν η σύζυγός του. Όμως, στο δελτίο είχε αναφέρει πως αυτή ονομαζόταν Όλγα, αντί του ορθού Αγγελική. Όλγα ονομάζεται η σύζυγος του Κ. Τζώρτζη!
Ο Κώστας Τζώρτζης και η Αγγελική Πάντου
Με τα στοιχεία αυτά, στις 28 Απριλίου, η Αγγελική Πάντου καλείται να παρουσιαστεί στον Σταθμό Χωροφυλακής Πλαταριάς και ο Κ. Τζώρτζης στην Ηγουμενίτσα. Η Αγγελική αρνείται τα πάντα. «Τι να σας πω; Πήρα γράμμα από τα Γιάννενα πως έφυγε για την Γερμανία» ισχυρίζεται, ενώ ο Κων. Τζώρτζης επαναλαμβάνει σταθερά πως «δεν έχω τίποτε το συγκεκριμένο γι αυτή την εξαφάνιση».
Οι άνδρες της χωροφυλακής, όμως, είναι ήδη πεισμένοι για την ενοχή τους. Και αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν την κλασική μέθοδο της «μπλόφας»: ο ταγματάρχης Θεοδωρόπουλος και ο υπομοίραρχος Κοκολάκης επισκέπτονται την Αγγελική και της λένε ότι ο Κ. Τζώρτζης έχει ομολογήσει τα πάντα και μάλιστα κατονομάζει εκείνη ως δολοφόνο. Τότε, η Αγγελική ξεσπά: «Ψέματα! Μαζί τον σκοτώσαμε. Εκείνος τον κράταγε και εγώ τον έπνιξα». Ακολούθως, ανακοινώνουν τα νέα της ομολογίας στον Κ. Τζώρτζη, που δεν αργεί να παραδεχτεί τη συμμετοχή του στη δολοφονία. Ωστόσο, στην αρχή, και οι δύο ισχυρίζονται πως αναγκάστηκαν να σκοτώσουν τον Χαρ. Πάντο ευρισκόμενοι σε άμυνα, καθώς τους βρήκε στο σπίτι μαζί και τους επιτέθηκε με ένα μαχαίρι. Αργότερα, θα ανασκευάσουν αυτόν τον ισχυρισμό τους, αφού τα στοιχεία που προκύπτουν από την προανάκριση, την αυτοψία και την αναπαράσταση του εγκλήματος οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα.
Το έγκλημα
Το έγκλημα διαπράχθηκε το απόγευμα της 5ης Απριλίου, στο σπίτι του θύματος. «Τον σκοτώσαμε μέσα στο υπνοδωμάτιο» υποστήριξε η Αγγελική στην απολογία της ενώπιον των αξιωματικών της Χωροφυλακής. «Ο Κώστας τον περίμενε πίσω από την πόρτα. Του έπιασε τα χέρια και εγώ του πέρασα την θηλιά του σκοινιού στον λαιμό του. Τράβηξα με δύναμη, πολύ απότομα, το σκοινί και κρακ έκανε ο λαιμός του και πέθανε. Έπεσε κάτω… Όχι, δεν σπαρτάρισε, τελείωσε αμέσως. Κράτησα λίγο ακόμη το σκοινί. Η ώρα ήταν 5 ή 6 το απόγευμα και εκείνη τη στιγμή ακούσαμε από μακριά τις φωνές των παιδιών μου που επέστρεφαν από το σχολείο. Ανοίξαμε, τότε, την καταπακτή του υπογείου, ρίξαμε μέσα το πτώμα και ξανακλείσαμε. Ο Κώστας έφυγε και εγώ έβαλα στα παιδιά να φάνε και να κοιμηθούν. Τα μεσάνυχτα ξαναγύρισε ο Κώστας, όπως είχαμε συμφωνήσει. Κατεβήκαμε στο υπόγειο, διπλώσαμε το πτώμα με ένα σεντόνι και το ρίξαμε στην αυλή σε ένα λάκκο που τον είχε σκάψει ο ίδιος ο μακαρίτης την προηγουμένη για να βάλουμε ασβέστη. Ο Κώστας κουβάλησε πέτρες και τον τάκωσε, γιατί όπως μου είπε φουσκώνουν καμιά φορά οι πεθαμένοι και το χώμα ανασηκώνεται και βγαίνει η μυρωδιά. Μετά από τις πέτρες ρίξαμε χώμα. Πρωί-πρωί κατέβηκα και εσκάλισα όλον τον κήπο. ‘Θα φυτέψω κρεμμυδάκια’ είπα στα παιδιά σαν ξυπνήσανε. Τους έδωσα ψωμί με λάδι να φάνε και τα έστειλα σχολείο. Φύτεψα εκτός από κρεμμυδάκια και μια κυδωνιά. Εκεί που είναι η κυδωνιά πηγαίνετε και σκάψτε. Από κάτω είναι το κεφάλι του».
Ο μεγαλύτερος γιος του ζεύγους Πάντου δείχνει στους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ την καταπακτή του σπιτιού, όπου οι δράστες του φόνου έριξαν το θύμα
Τη δική του εκδοχή για το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα, έδωσε στην κατάθεσή του ο Κ. Τζώρτζης: «Κατά διαβολική σύμπτωση περνούσα εκείνο το μαύρο απόγευμα έξω από το σπίτι. Οδηγούσα κάτι αδέσποτα ζώα που τα έπιασα να κάνουν αγροζημιές. ‘Έλα στο σπίτι’ μου εφώναξε η Αγγελική και πήγα κοντά της σαν μαγεμένος. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε να έρχεται ο Χαρίσης στο μονοπάτι, δίπλα στο παλιό τζαμί που είναι απέναντι από το απομονωμένο, στην άκρη του χωριού, σπίτι του. Τον περιμέναμε και έγινε το μεγάλο κακό. Εκείνη έδεσε την θηλιά και βούτηξε στο λάδι το σκοινί για να γλιστράει και να σφίξη αμέσως. Όταν ο Χαρίσης μπήκε στο δωμάτιο μου μίλησε φιλικά: ‘Εσύ εδώ, ρε Κώστα; Τι γίνεσαι;’ Είχαμε αγαθές σχέσεις με τον Χαρίση. Παίζαμε συχνά κοντσίνα. Εγώ δεν απάντησα. Του άρπαξα τα χέρια και η Αγγελική πήρε τη θηλιά, που είχε τοποθετημένη σ’ ένα καρφί, και την πέρασε στον λαιμό του άνδρα της. Μόλις τελείωσαν όλα, της είπα: ‘Μωρή παλιογυναίκα, πώς βάσταξε η ψυχή σου;’ Και τράβηξα το μαχαίρι μου να την σφάξω. Εκείνη έπεσε στα πόδια μου, μου είπε με κλάματα πως για την αγάπη μας εσκότωσε τον άντρα της και με διαβεβαίωσε ότι έχει τη δύναμη να ‘καθαρίσει’ και κανένας να μην πάρει μυρωδιά. Είχα, πια, μπλέξει σε μια δολοφονία, είχα κατρακυλήσει στον γκρεμό από μια γυναίκα και δεν μου απέμενε παρά να πάρω μέρος στην απόκρυψη του πτώματος. Εκείνη μου πρότεινε να το ρίξουμε σε ένα βάραθρο, σε μια ανεξερεύνητη σπηλιά, που βρίσκεται κοντά στο χωριό. Πήγα και πήρα τα μέτρα του ανοίγματος της σπηλιάς. Μέτρησα δυο πιθαμές και της είπα πως δεν χωράει (σ.σ.: κατ’ άλλες πληροφορίες, τις διαστάσεις της «εισόδου» της σπηλιάς μέτρησε η Αγγελική). Η Αγγελική πρότεινε να τον τεμαχίσουμε, αλλά εγώ αρνήθηκα και τον φυτέψαμε στην αυλή κάτω από τα κρεμμυδάκια και την κυδωνιά».
Πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της εφημερίδας «Η Βραδυνή» στις 30 Απριλίου 1968
Στη συνέχεια, επιχείρησαν να στήσουν το άλλοθί τους, κατασκευάζοντας ψευδή στοιχεία. Στην αρχή, άρχισαν να διαδίδουν στο Πολυνέρι πως ο Χαρ. Πάντος είχε φύγει για τα Ιωάννινα και την Αθήνα προκειμένου να τακτοποιήσει τα χαρτιά του και ακολούθως να μεταβεί εκ νέου στην Γερμανία. Όταν, όμως, κατάλαβαν πως αυτό δεν αρκούσε για να κάμψει τις υποψίες των συγχωριανών τους, πέρασαν στο επόμενο στάδιο του σχεδίου τους. Πήγαν στα Ιωάννινα, απ΄ όπου ταχυδρόμησαν στη διεύθυνση του σπιτιού του θύματος ένα παλιότερο γράμμα του, ώστε να δώσουν την εντύπωση πως είχε γραφτεί εκείνες τις ημέρες. Ο Κ. Τζώρτζης έβγαλε ένα εισιτήριο υπεραστικού λεωφορείου για την Αθήνα με το όνομα Πάντος, ενώ και οι δύο παρουσιάστηκαν σε ξενοδοχείο της πόλης, δηλώνοντας και πάλι το όνομα του θύματός τους (χρησιμοποίησαν το διαβατήριό του), προκειμένου να υπάρχουν ατράνταχτες αποδείξεις της παρουσίας του στην πόλη εκείνο το χρονικό διάστημα. Μόνο που Κ. Τζώρτζης εκ παραδρομής ανέφερε το όνομα της δικής του συζύγου στον ξενοδόχο, αντί γι αυτό της Αγγελικής. Ήταν το μοιραίο σφάλμα τους…
Με βάση τις περιγραφές των δραστών, οι άνδρες της χωροφυλακής εντόπισαν το πτώμα του Χαρ. Πάντου στον κήπο του σπιτιού, θαμμένο σε βάθος ενός μέτρου, κοντά στο παράθυρο του ισογείου υπνοδωματίου του ζευγαριού και των παιδιών. Γύρω από τον λαιμό του ήταν περασμένος ο βρόγχος και ο ιατροδικαστής που τον εξέτασε διαπίστωσε επάλειψη με λιπαρή ουσία, ίχνη της οποία υπήρχαν και στον λαιμό του θύματος.
Η… αθώα, η «βρώμα» και τα κρυμμένα μυστικά
Σύμφωνα με εκτενές ρεπορτάζ, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εικόνες» (10 Μαΐου 1968), ο Χαρ. Πάντος «ήταν ένας συνεσταλμένος, μικρόσωμος και αδύνατος -πράος και εργατικός- άνθρωπος. […] Στα πρώτα νεανικά του χρόνια ερωτεύθηκε την ξανθή Αγγελική. Εκείνη δεν του έδωσε ποτέ σημασία. Για άλλα, πιο αρρενωπά, παλληκάρια έλαμπαν τα μάτια της. (Μάτια γαλανά, που ακόμη και σήμερα φαντάζουν αθώα…). Ο Χαρίσης όμως επέμενε και επαναλάμβανε τις προτάσεις, ύστερα από κάθε άτυχο έρωτα της κοπέλας που αγαπούσε. Αψηφούσε τις συμβουλές των συγγενών του, που του έλεγαν πως η ζωηρή (πέντε χρόνια πιο μικρή από αυτόν) Αγγελική δεν κάνει για γυναίκα του. ‘Κι οι ζωηρές φρονιμεύουν, σαν παντρευτούν και κάνουν παιδιά’, απαντούσε ο Χαρίσης. Και όταν επέστρεψε από τον στρατό, έστειλε επίσημο προξενιό. ‘Δεν τον ήθελα, δεν μου άρεσε, αλλά επέμειναν οι δικοί μου και τον πήρα άντρα μου’, λέει τώρα η Αγγελική στην προσπάθειά της να ξελαφρώση κάπως την θέση της. Ο άνδρας της, οικογενειάρχης τέλειος, δεν δίστασε να ξενιτευθή για να βελτιώση τις συνθήκες διαβιώσεως της γυναίκας του και των παιδιών του. Πήγε στην Γερμανία εργάτης, πριν από επτά χρόνια. Έστελνε συνεχώς χρήματα και ρουχισμό. […] Από την Γερμανία ο Χαρίσης επέστρεφε συχνά. Έμενε λίγο με την οικογένειά του και ξανάφευγε. Την τελευταία φορά που γύρισε ήταν ο περασμένος Σεπτέμβριος. […] Όλοι στο χωριό αγαπούσαν τον Χαρίση για την καλή του καρδιά. Βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη. Συντηρούσε και τα τρία παιδιά του αδελφού του, που έπεσε από μια βελανιδιά, την ώρα που τίναζε τον καρπό, και σκοτώθηκε. Αλλά ΕΚΕΙΝΗ, την Αγγελική, δεν την συμπαθούσαν. ‘Στριμμένη’ και ‘ελαφριά’, δεν άφηνε άντρα χωρίς να τον γλυκοκοιτάξη. Και γινόταν έξω φρενών για τις αγαθοεργίες του συζύγου της. Του απαγόρευε να επισκέπτεται το ορφανά του αδελφού του, και ιδιαίτερα τη μητέρα τους, την Λαμπρινή, που την κατηγορούσε μάλιστα πως έχει ερωτικές σχέσεις μαζί του. Και είναι αλήθεια πως ο Χαρίσης συμπαθούσε τη χήρα νύφη του. Πειθαρχώντας, όμως, στις εντολές της γυναίκας του (που δεν δίσταζε -λένε- και να τον δέρνη κάπου-κάπου), απέφευγε να έρχεται σε επαφή με την οικογένεια του αδελφού του. Αυτή η χήρα, η Λαμπρινή, 45 ετών, γερή και τολμηρή γυναίκα, επέπρωτο να γίνη Νέμεσις. […] Ο μακαρίτης δεν αποτελούσε εμπόδιο στον παράνομο δεσμό […]. Με τον αγροφύλακα έπαιζε κοντσίνα και τον χτυπούσε φιλικά στην πλάτη. Εκείνη του είχε πάρει τον αέρα και έκανε ό,τι ήθελε. Μόνο σ’ ένα ζήτημα δεν της πέρασε. Ο Χαρίσης δεν είχε σκοπό να ξαναφύγη στην Γερμανία. Έχτισε ένα νέο σπίτι στο χωριό που εστέγαζε και ένα μπακάλικο-καφενείο. Οίκημα και μαγαζί του κόστισαν περί τις 150.000 δραχμές. Η Αγγελική ζητούσε να βγη η άδεια επιτηδεύματος στο όνομά της. Να είναι δικό της το μαγαζί. Εκείνος για πρώτη φορά ετόλμησε να εναντιωθή στην θέλησή της. Έκαμε μάλιστα και τα εγκαίνια του καταστήματός του πριν ακόμη του δοθή η άδεια. Η ενέργειά του αυτή τον έφερε κατηγορούμενο στην Ηγουμενίτσα. Λένε στο χωριό, πως η συζυγός του έβαλε τον φίλο της τον αγροφύλακα να φροντίση να του γίνη μήνυση γι αυτήν την μικροπαράβαση. ‘Όλο δικαστήρια θάχης με το παλιομάγαζο, φεύγα για τη Γερμανία’, του έλεγε και του ξανάλεγε».
Η νύφη του θύματος, Λαμπρινή, της οποίας η καταγγελία οδήγησε στην διαλεύκανση του εγκλήματος
Η ίδια η Αγγελική, μιλώντας μετά τη σύλληψή της στον δημοσιογράφο Σπ. Καρατζαφέρη απέδωσε την πράξη της στην συμπεριφορά του θύματος: «Μ’ έδερνε και με παραμελούσε. Μ’ απειλούσε πως θα με σκοτώση και προκειμένου να με ‘φάη’ εκείνος, τον έπνιξα εγώ. […] Ο άνδρας μου κάθε τόσο έφευγε για την Γερμανία. Εγώ ήμουνα γυναίκα θερμή. Φυσική συνέπεια να βρω έναν άλλον. Το λοιπόν, βρήκαν τον Τζώρτζη. Βέβαια, εγώ του πρότεινα να σκοτώσουμε τον μακαρίτη κι εκείνος δέχθηκε, πανάθεμά τον. Όχι, πες μου σε παρακαλώ. Εγώ π.χ. τρελάθηκα και ήθελα να κάμω έγκλημα. Εκείνος δεν έπρεπε να με συγκρατήση; Έπρεπε. Εκείνος, όμως, έκανε αντίθετα. Του είπα εγώ να τον πνίξουμε και δέχτηκε. Άρα εγώ είμαι αθώα. Ο φίλος μου φταίει» (εφημερίδα «Απογευματινή» – 2 Μαΐου 1968).
Στον δημοσιογράφο μίλησε και ο Κ. Τζώρτζης, που δήλωσε σχετικά: «Ναι, ομολογώ πως με είχε δέσει η Αγγελική με το σεξ. […] Από κει και πέρα: πυρ, γυνή και θάλασσα. Η γυναίκα, αγαπητέ μου, η γυναίκα. […] Με εξαπάτησε όπως η Εύα τον Αδάμ… Αυτή τα φταίει όλα. Εγώ είμαι αθώος. […] Αυτή τον έπνιξε, αυτή τον πέταξε στην καταπακτή -εγώ τον έπιασα μόνο από τα πόδια-, αυτή τον αμπαλάρισε μ΄ ένα σεντόνι και τον έδεσε, αυτή τον έθαψε, του έβαλε πέτρες και χώμα για να μη μυρίσει και φύτεψε τα κρεμμυδάκια και την κυδωνιά. Εγώ δεν ξέρω τίποτε. Εκείνη η βρώμα με παρέσυρε. Πριν από μένα είχε άλλον φίλο. Τον άνδρα της αδελφής της, της Ευδοκίας. Μια φορά η Ευδοκία τους έπιασε επ’ αυτοφώρω και κτύπησε τον άνδρα της με μια πλάκα στο κεφάλι. Τον ετραυμάτισε και όταν έγινε καλά έφυγε ο άνθρωπος για την Γερμανία, όπου βρίσκεται μέχρι τώρα. Μετά ‘τάριξε’ σε μένα» (εφημερίδα «Απογευματινή» – 2 Μαΐου 1968).
Αναλυτικό επιτόπιο ρεπορτάζ εφημερίδας «Απογευματινή» στις 2 Μαΐου 1968
Εξάλλου, η νύφη του θύματος, Λαμπρινή, δήλωσε πως «δύο ακόμη φορές είχε επιχειρήσει η Αγγελική να σκοτώση τον άνδρα της, αλλά εκείνος δεν τολμούσε να πάη στην αστυνομία, γιατί η γυναίκα του τον απειλούσε πως θα τον πνίξη, αν τομλήση και μιλήση. Και τελικά τον έπνιξε» (εφημερίδα «Απογευματινή» – 2 Μαΐου 1968).
Η αναπαράσταση και το γράμμα
Όπως ήταν αναμενόμενο, η είδηση της δολοφονίας αναστάτωσε το χωριό, καθώς όπως σημείωνε το περιοδικό «Εικόνες» στο πολύ διαφωτιστικό ρεπορτάζ του «στο ειδυλλιακό Πολυνέρι δεν έχει ξαναγίνει έγκλημα. Οι φιλήσυχοι κάτοικοί του πήζουν τυρί από τα κοπάδια τους, σπέρνουν λίγο στάρι σε καμμιά λουρίδα γης που την έχουν ημερέψει με πολύ κόπο, ραβδίζουν τα αναιμικά τους ελαιόδεντρα και κατηφορίζουν για κανένα μεροκάματο στον κάμπο. Οι άντρες ξενιτεύονται. Στην Γερμανία οι πιο πολλοί και στην Αμερική και στην Αυστραλία όσοι μπορέσουν. Οι γυναίκες ανασταίνουν ένα τσούρμο παιδιά και κοιτάζουν συνεχώς προς το δρόμο που ξεκινάει από τον κάμπο μήπως φανή ο ταχυδρόμος» (περιοδικό «Εικόνες» – 10 Μαΐου 1968). Μια εικόνα που, κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, χαρακτήριζε σε μεγάλο βαθμό ολόκληρη την ελληνική ύπαιθρο, αλλά και πολλές από τις ημιαστικές περιοχές της χώρας…
Έτσι, έχει ενδιαφέρον να τονιστεί πως όταν οι δράστες οδηγήθηκαν στο σπίτι του εγκλήματος για την αναπαράσταση, οι γυναίκες του χωριού συγκεντρώθηκαν γύρω από το σημείο, φωνάζοντας: «Πάρτε πέτρες και σπάστε τα κεφάλια σας γυναίκες για τη μεγάλη πομπή που έγινε στο χωριό μας» και απείλησαν να τους λυντσάρουν, ιδιαίτερα την Αγγελική. Εκείνη αντέδρασε, λέγοντας προς την Λαμπρινή: «Εσύ τι θέλεις τώρα; Αν σ’ αυτόν έβαλα κρεμμυδάκια, σ’ εσένα θα φυτέψω κυπαρίσσι. Αλλά φίλος σου ήταν, γι αυτό τον υποστηρίζεις», αλλά κατόπιν σιώπησε, μένοντας «αγέρωχη, μια χωριάτικη εκδοχή της Κασσάνδρας» (περιοδικό «Εικόνες» – 10 Μαΐου 1968).
Τις επόμενες μέρες, κι ενώ βρισκόταν προφυλακισμένη στο κρατητήριο του Αστυνομικού Τμήματος Ηγουμενίτσας, έστειλε με τους δημοσιογράφους ένα σύντομο γράμμα προς τα παιδιά της (ηλικίας 14, 13, 11 και 8 ετών) στο Πολυνέρι. Σ’ αυτό, έγραφε τα εξής:
«Αγαπημένα μου παιδιά […]. Σας γλυκοφιλώ όλα με πολύ πόνο και με την καρδιά μου. Θα σας παρακαλέσω, εγώ η μάνα σας, να μην στεναχωριέστε. Να τρώτε πολύ και εσείς τα μεγαλύτερα να προσέχετε την μικρή να μη στεναχωριέται, διότι την είχα χαδιάρα. Όπως την είχα εγώ, έτσι να την έχετε και σεις. Γεια και χαρά, αγαπημένα μου παιδιά, θα σας ξαναγράψω κάτι. Εγώ, η μάνα σας, γράφω και σας γλυκοφιλώ».
Μια (πιθανότατα σκηνοθετημένη) φωτογραφία, όπου απεικονίζονται τα τέσσερα παιδιά του ζεύγους Πάντου, μπροστά στο σπίτι τους, να διαβάζουν το γράμμα της μητέρας τους
Η δίκη
Μετά την ολοκλήρωση της ανάκρισης οι Αγγ. Πάντου και ο Κ. Τζώρτζης προφυλακίστηκαν στις φυλακές Κέρκυρας έως τη δίκη τους, που πραγματοποιήθηκε στο Μικτό Κακουργιοδικείο Κέρκυρας στις 2 Δεκεμβρίου 1968.
Το έγκλημα χαρακτηρίστηκε ως «ιδιαζόντως ιδεχθές», κάτι που επέσυρε την ποινή του θανάτου και για το λόγο αυτό κάθε κατηγορούμενος προσπάθησε σθεναρά να μεταφέρει το βάρος της ενοχής στον άλλο. Η Αγγελική υποστήριξε ότι το έγκλημα εκτέλεσε μόνος του ο Κ. Τζώρτζης όχι μόνο για να την έχει ερωμένη, αλλά για να σπαταλήσει την περιουσία του θύματος (το δεύτερο, επιβεβαίωσαν και μάρτυρες), ενώ ο Κ. Τζώρτζης απέδωσε τη συμμετοχή του στο γεγονός πως η Αγγελική «κυριολεκτικά με ξελόγιασε». Κατά την ακροαματική διαδικασία, διακριβώθηκε, επίσης, ότι ο Χαρ. Πάντος δολοφονήθηκε με τη σύμπραξη και των δύο κατηγορουμένων, ότι η Αγγελική είχε και στο παρελθόν παράνομους ερωτικούς δεσμούς (οι μάρτυρες έκαναν λόγο για τρεις) και ότι το θύμα διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την γυναίκα του αδελφού του Λαμπρινή!
Ο εισαγγελέας, αφού τόνισε πως η κατηγορουμένη χαρακτηριζόταν από έλλειψη συνείδησης ανθρωπισμού καθώς είχε θάψει το πτώμα ακριβώς έξω από την πόρτα της και «σε ουδεμία είχε προβή μεταμέλεια, την οποία θα της υπηγόρευε και το στοιχειώδες ακόμη αίσθημα αυτοελέγχου», ζήτησε να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι άνευ ελαφρυντικών και να επιβληθεί η θανατική ποινή στον Κ. Τζώρτζη και ισόβια δεσμά στην Αγγ. Πάντου. Τελικώς, το δικαστήριο, στη 1 τα ξημερώματα της 3ης Δεκεμβρίου εξέδωσε την απόφασή του με την οποία καταδίκαζε και τους δύο σε ισόβια.
Η απόφαση του δικαστηρίου, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Ακρόπολις» (4 Δεκεμβρίου 1968)
Οι δράστες μεταφέρθηκαν εκ νέου στις φυλακές, κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, καθώς παρά το προχωρημένο της ώρας, στους διαδρόμους του Δικαστικού Μεγάρου αλλά και έξω από αυτό είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμος που αποδοκίμαζε τους δράστες και απειλούσε να τους λυντσάρει.
Περίπου 20 χρόνια μετά, και οι δύο αποφυλακίστηκαν. Παρά την έρευνα του γράφοντος να πληροφορηθεί για την τύχη του Κ. Τζώρτζη μετά την αποφυλάκισή του, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό. Σύμφωνα με τον δικηγόρο Γαβριήλ Ντούγια, ο οποίος ήταν ένας από τους τρεις υπερασπιστές του, η Αγγελική σκοτώθηκε λίγο καιρό μετά σε τροχαίο δυστύχημα.
«Αναπαράσταση»
Παρά το γεγονός ότι το έγκλημα στο Πολυνέρι Θεσπρωτίας αποτελεί μια «κλασική» περίπτωση ερωτικού τριγώνου με ολέθρια αποτελέσματα, κάποια επιμέρους χαρακτηριστικά του το συνδέουν ευθέως με τους αρχαίους μύθους και ειδικότερα τον «κύκλο των Ατρειδών», όταν η Κλυταιμνήστα με τον εραστή της Αίγισθο δολοφόνησαν τον Αγαμέμνονα, που έλειπε για δέκα χρόνια από το Άργος, πολεμώντας στην Τροία. Το 1969, ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος πληροφορήθηκε την υπόθεση και χρησιμοποίησε τα στοιχεία της ως τη βασική «ύλη» για τη συγγραφή του σεναρίου (με συνεργάτες τους Στρατή Καρρά και Θανάση Βαλτινό) της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του (είχαν προηγηθεί η ημιτελής ταινία μεγάλου μήκους «Forminx Story»-1965 και η μικρού μήκους (23’) ταινία «Η εκπομπή»-1968), στην οποία έδωσε τον τίτλο «Αναπαράσταση» (διάρκεια 100’). Πολλά χρόνια αργότερα, ο ίδιος θα πει σε μια συνέντευξή του:
«Ξεκίνησα τα ταξίδια μου στη ‘μέσα’ Ελλάδα με την ‘Αναπαράσταση’ […]. Πήγα στην Κέρκυρα για να διαβάσω τη δικογραφία. Μετά πήγα στο χωριό όπου είχε γίνει το έγκλημα. Κάθισα στο καφενείο. Οι ντόπιοι, που ντρέπονταν γι αυτό που είχε συμβεί στο χωριό τους, μαζεύτηκαν και με κοίταζαν ακίνητοι. Κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω όσο δυνατόν γρηγορότερα και να ψάξω άλλο μέρος. Έφτασα απόγευμα και με ψιλόβροχο στη Βίτσα, στα Ζαγόρια. Κανείς στους δρόμους. Μόνο κάτι μαυροφορεμένες γυναίκες χάνονταν σαν οπτασίες μέσα στους τοίχους των σπιτιών που από την υγρασία ήταν κατάμαυροι. Το μαύρο πάνω στο μαύρο. Εκπληκτικό πράγμα. Στο καφενείο, ένας γέρος μόνος του τραγουδούσε: ‘Μωρή κοντούλα λεμονιά, με τα πολλά λεμόνια’ (σ.σ.: το τραγούδι ακούγεται στην αρχή και το τέλος της ταινίας)».
Τα παιδιά υποδεικνύουν το σημείο, όπου οι δράστες έθαψαν το πτώμα (από την «Αναπαράσταση»)
Τα γυρίσματα της «Αναπαράστασης» πραγματοποιήθηκαν στα χωριά του κεντρικού Ζαγορίου (νομός Ιωαννίνων) Βίτσα και Μονοδένδρι και στην πόλη των Ιωαννίνων από το Νοέμβριο του 1969 ως τον Φεβρουάριο του 1970. Στην ταινία ο Θ. Αγγελόπουλος, για ευνόητους λόγους, δεν αναφέρεται στο Πολυνέρι και τοποθετεί την δράση του στο (ανύπαρκτο) χωριό Τυμφαία. Στην πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας, ακούγεται ο αφηγητής: «Τυμφαία – Χωρίον της Ηπείρου, της επαρχίας Τύμφης του νομού Ιωαννίνων. Κείμενον πέραν του όρους Τόμαρος, όπου εξετείνετο η αρχαία Τυμφαία. Τα σωζώμενα, δε, λείψανα πελασγικών τειχών μαρτυρούν ότι κατωκείτο από αρχαιοτάτων χρόνων. Κάτοικοι κατά την απογραφήν του 1939: 1.250. Κάτοικοι κατά την απογραφήν του 1965: 85». Επιπλέον, για τους ίδιους προφανώς λόγους, αλλάζει τα ονόματα των βασικών πρωταγωνιστών της ιστορίας: η Αγγελική (Πάντου) αναφέρεται ως Ελένη Γούση (την ερμηνεύει η Τούλα Σταθοπούλου), ο Κώστας (Τζώρτζης) ως Χρήστος Γκίκας (τον ερμηνεύει ο Γιάννης Τότσικας), ο Χαρίστης (Πάντος) ως Κώστας Γούσης (τον ερμηνεύει ο Μιχάλης Φωτόπουλος). Στην ταινία εμφανίζεται και ο ίδιος ο Θ. Αγγελόπουλος, στον ρόλο ενός δημοσιογράφου της τηλεόρασης.
Σκηνή από την «Αναπαράσταση»: Η Ελένη (Τ. Σταθοπούλου) και ο Χρήστος (Γ. Τότσικας) ανακρίνονται από τους αστυνομικούς
Αν και η ταινία περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια τα αστυνομικά γεγονότα (τον τρόπο του εγκλήματος, την προσπάθεια συγκάλυψης από την πλευρά των δραστών, τις υποψίες της Λαμπρινής, τις ενέργειες της αστυνομίας, τη διαπόμπευση της δράστιδος από τις γυναίκες του χωριού κ.ά.), εντούτοις δεν πρόκειται για μια ταινία αστυνομικού χαρακτήρα. Με αφορμή μια υπόθεση εγκλήματος, ο σκηνοθέτης φέρνει στο προσκήνιο κυρίως τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που κρύβονται πίσω από το «αστυνομικό δελτίο»: την εγκατάλειψη της επαρχίας, τη μετανάστευση των ανδρών, το μαράζωμα των χωριών, την αδυναμία κάθε εξουσίας (αστυνομικής, δικαστικής, ακόμα και αυτής που αναπτύσσεται εντός της οικογένειας) να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια ενός εγκλήματος.
Οι γυναίκες του χωριού επιτίθενται στην Ελένη (Τ. Σταθοπούλου) για να την λυντσάρουν (από την «Αναπαράσταση»)
Η «Αναπαράσταση» θεωρήθηκε τομή στην έως τότε εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή και κατά τους περισσότερους μελετητές της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου ως η ταινία που υπέγραψε την «ληξιαρχική πράξη γέννησης» της καινούργιας «εποχής» του, η οποία σχηματικά αποκλήθηκε Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος (όπου ο σκηνοθέτης απελευθερώνεται από την απόλυτη εξουσία του παραγωγού και αποκτά τον αποκλειστικό έλεγχο του έργου του). Συμμετείχε στο 11ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1970, κερδίζοντας πέντε βραβεία (καλύτερης ταινίας, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, φωτογραφίας, Β΄ γυναικείου ρόλου και κριτικών), ενώ το 1971 πήρε το βραβείο καλύτερης ταινίας της χρονιάς στη Γαλλία, καλύτερης ξένης ταινίας στο φεστιβάλ της Ιέρ και «Ειδική Μνεία» από τη Διεθνή Ομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο Φόρουμ του Φεστιβάλ Βερολίνου.
Στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες βγήκε τον Νοέμβριο του 1970 και στην α’ προβολή της στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα προάστιά τους «έκοψε» 12.869 εισιτήρια, τη σεζόν (1970-1971) που θριάμβευσε εμπορικά η ταινία «Υπολοχαγός Νατάσα» του Ν. Φώσκολου.
ΑΓΡΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΟΛΥΝΕΡΙ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΑΓΡΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΟΛΥΝΕΡΙ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ Reviewed by thespro.gr on Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2015 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σελίδες

Από το Blogger.