Προκλητικές φωτογραφίες με αλβανική σημαία σε χωριό της Θεσπρωτίας
Έντονη συζήτηση προκαλεί δημοσίευμα αλβανικού μέσου, σύμφωνα με το οποίο άνδρας αλβανικής καταγωγής —γεννημένος στην Ελλάδα και σήμερα μόνιμος κάτοικος Σουηδίας— ισχυρίζεται ότι κρατήθηκε επί τέσσερις ώρες στο Αστυνομικό Τμήμα Ηγουμενίτσας, επειδή ανήρτησε φωτογραφίες με την αλβανική σημαία σε ερειπωμένο σπίτι χωριού της Θεσπρωτίας.
Το επεισόδιο, όπως περιγράφεται, εκτυλίχθηκε στο Πολυνέρι Θεσπρωτίας (παλαιότερα «Κούτσι»), στην ενδοχώρα της Ηγουμενίτσας.
Σύμφωνα με άρθρο του Shqiptarja.com (31 Αυγούστου 2025), ο Χιλιάν(ο) Φεϊζούλα περιγράφει ότι, αφού έκανε διακοπές σε Πάργα, Πρέβεζα και Παραμυθιά, μετέβη στο χωριό «Kuç» (σημερινό Πολυνέρι) για να «τιμήσει» —όπως λέει— οικογενειακές μνήμες.
Εκεί, πήγε σε εγκαταλελειμμένη οικία της γειτονιάς αλλά και στο κάστρο και φωτογραφήθηκε κρατώντας αλβανική σημαία μαζί με τα παιδιά του.
Όπως υποστηρίζει, δύο κάτοικοι αντέδρασαν έντονα και κάλεσαν την ΕΛ.ΑΣ., κατόπιν δε οδηγήθηκε στο Α.Τ. Ηγουμενίτσας, όπου εξετάστηκε για περίπου τέσσερις ώρες.
Στο κείμενό του κάνει λόγο για πιεστικούς ελέγχους, για υπόνοιες ότι θα κηρυσσόταν ανεπιθύμητος («non grata») και για επιστροφή του ίδιου και της οικογένειάς του προς Αλβανία μετά το πέρας του ελέγχου.
Μάλιστα το δημοσίευμα συνοδεύεται από βίντεο που τον δείχνει να εξέρχεται το Αστυνομικού Μεγάρου Ηγουμενίτσας.
Η επιλογή να στηθεί κάποιος σε εγκαταλελειμμένη Ελληνική οικία σε χωριό της Θεσπρωτίας και να ποζάρει με την αλβανική σημαία, παρουσιάζοντας τον χώρο ως «πατρογονικό», συνιστά σαφή προκλητική ενέργεια.
Η φωτογράφιση με την αλβανική σημαία μπροστά από οικίες σε ελληνικά χωριά της Θεσπρωτίας, με αφήγημα «επιστροφής» σε «πατρογονικά» εδάφη, δεν αποτελεί αθώα ή ουδέτερη πράξη.
Είναι καθαρή πρόκληση απέναντι στην τοπική κοινωνία και τη δημόσια τάξη, με προφανή στόχο τη δημιουργία έντασης και τη συντήρηση ενός ψευδοδιλήμματος περί «διεκδικήσεων».
Ακόμη κι αν η ανάρτηση ξένης σημαίας δεν συνιστά ποινικό αδίκημα, η επιθετική επίδειξη εθνικιστικού συμβολισμού σε χώρο που εμφανίζεται ως «ιδιοκτησία προγόνων» εργαλειοποιεί ιστορικά φορτισμένα ζητήματα και προσβάλλει τους κατοίκους που ζουν και δημιουργούν εκεί.
Με δεδομένη την ιστορική φόρτιση γύρω από το «τσάμικο» ζήτημα και τη συστηματική εργαλειοποίησή του από ακραίους κύκλους στην Αλβανία, τέτοιες κινήσεις δεν μπορούν να εκληφθούν παρά ως πρόκληση στο πεδίο της τοπικής κοινωνίας και της δημόσιας τάξης.
Η επίκληση βαριών χαρακτηρισμών περί «γενοκτονίας» και «κλεμμένων περιουσιών», εντός ελληνικού εδάφους και με προβολή εθνικών συμβόλων, στόχο έχει να δημιουργήσει εντυπώσεις και να πυροδοτήσει αντιπαραθέσεις, όχι να προαγάγει τον διάλογο.
Η ψύχραιμη αντίδραση των κατοίκων —με ειδοποίηση της αστυνομίας— και ο τυπικός έλεγχος ταυτότητας/σκοπιμότητας από την ΕΛ.ΑΣ., όπως περιγράφονται, εντάσσονται στο αυτονόητο πλαίσιο προστασίας της νομιμότητας και της κοινωνικής ειρήνης.
Επιπλέον, η φωτογράφιση μέσα σε ξένη ιδιοκτησία (έστω εγκαταλελειμμένη) και η δημόσια αναπαραγωγή του υλικού με φορτισμένη εθνικιστική ρητορική επιτείνουν την πρόκληση. Ακόμη κι αν η ανάρτηση ξένης σημαίας καθαυτή δεν είναι ποινικά κολάσιμη, η προφανής επιδίωξη συμβολικής κατοχύρωσης «δικαιωμάτων» σε ελληνική επικράτεια —δια των social media— αποτελεί ευθεία πρόκληση και προσβολή προς την τοπική κοινωνία.
Το περιστατικό, όπως περιγράφεται από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή του σε αλβανικό μέσο, παραπέμπει σε προμελετημένη επικοινωνιακή ενέργεια με στόχο τη συντήρηση μιας τεχνητής έντασης γύρω από τις γνωστές διεκδικήσεις «Τσάμηδων».
Σε τέτοιες περιπτώσεις απαιτείται νηφαλιότητα και αυστηρή προσήλωση στη νομιμότητα: οι προκλήσεις να μην προσφέρουν το ζητούμενο θέαμα, αλλά να αντιμετωπίζονται θεσμικά, με διακριτικότητα και αποφασιστικότητα.


.gif)
.gif)

.gif)


