«Χαμένες οικειότητες»
Γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας και από εκεί εισχώρησε στα τρίσβαθά μου. Επαρχιωτόπαιδο κι εγώ, έπεσα πάνω στα γραπτά του, σκόνταψα πάνω στα «Μαύρα του λιθάρια», πλήγιασα τα παιδικά μου γόνατα και τον λάτρεψα.
Ο Γκανάς δεν υπήρξε σπουδαίος επειδή κατείχε τον διακαή τίτλο του «ποιητή», αλλά διότι μπόρεσε να χωρέσει σε μια άρτια δομημένη γλώσσα -δημόσια, ανένοχη, σπινθηροβόλα και καθόλου περίκλειστη- όλους μας «αγεληδόν» αδόμητους. Με τις κατραπακιές μας, τις νοσταλγίες, τα μαχητά, τα παρακαλητά μας, όλα τ’ ανθρώπινα. Ολα όσα από ευαισθησία γαργαλάνε τον λαξευμένο φάρυγγα ενός αληθινού ποιητή.
Αντάμα πατρικός και μητρικός μαζί. «Παλιομοδίτικος» αλλά τόσο αναγκαίος. Φιλήσυχος εκπρόσωπος μιας παράδοσης λησμονημένης, στωικός επανεφευρέτης ενός κόσμου που δεν «φυραίνει», αντλεί το υλικό του από τη φύση, τη δημοτική παράδοση, τον λαϊκό πολιτισμό και καταγράφει τα σταλάγματά του στην αιωνιότητα των σελίδων του. Ποιος θα τολμήσει να ξεχάσει το ποίημα για τα χέρια της μάνας; Ενα σεμεδάκι κεντημένο από ανδρικά χέρια να κουρδίζει τα «δυναμό» της αντοχής του νεωτερικού ανθρώπου.
Η ποίησή του μοσχοβολά το άρωμα της βροχής στα κατουρημένα ρείθρα της Αθήνας, αγιάζει και τον πιο αδιάλλακτο αστικό περιπατητή με το επιούσιο χώμα της επαρχίας, τραβολογάει την Ηπειρο στην πλατεία Ομονοίας και τα Χαυτεία, σταλάζει λίμνες, ποταμούς, ωκεανούς απάνω στα πλωτά μας άγχη, περιεργάζεται αμήχανη τη βιομηχανική επανάσταση των μηχανών, επεξεργάζεται τα χαμένα μας δάχτυλα, τις απώλειες και τα πάθη, ανασκαλεύει ληγμένους έρωτες «σκλάβους της αγάπης». Κι ας γράφει, κι ας ταυτίζομαι κι εγώ: «Αφίσες με τραβούν απ' το μανίκι / Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία./ Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία /είκοσι χρόνια σού πληρώνω νοίκι».
Ευεπίφορος, ευαίσθητος, ασίγαστος νοσταλγός μιας αλλοτινής ζήσης και μιας ζώσας μελαγχολίας που έσταζε βούτυρο και μέλι στις πρωμάδες σκέψεις μας. Η διάσωση του συναισθήματος μες στη χοάνη του πολύβουου άστεως χαρακτηρίζει την ποίησή του. Και η διάσωση του συναισθήματος σε καιρούς εξωφρενικά ταχύρυθμους είναι γενναία πράξη. Το ηπειρώτικο ιδίωμα της γραφής του, που ποτέ δεν παρέδωσε μπρος στα αστραπόβροντα των αστικών θεαμάτων, η σπάνιας ομορφιάς στιχουργική ολολυγή του, η ανθρακωρύχικη ματιά του στα δημόσια πράγματα, συνυφαίνει με τόση νοστιμιά δύο κόσμους ξένους και γνωστούς μαζί: την ερήμωση του ορεινού κόσμου με τη σημερινή ερημιά που νιώθει ο άνθρωπος της πολυκατοικίας.
Η μουσικότητα των στίχων του δίνει την ευκαιρία στην ποίησή του να αποδράσει από το κεκλεισμένων των φιλολογικών θυρών σαλόνι και να αγγίξει το ευρύ κοινό στο «δόξα πατρί». Και, μάλιστα, με στίχο ελεύθερο και έμμετρο μαζί. Πείτε μου, αυτό δεν είναι από μόνο του ένα ποίημα;
Και μ’ ένα χάδι-ποίημα, κάθε φορά, έβγαζε από το πέτο του τις λέξεις του για να σκουπίσεις τους καημούς σου. Ενας αιθέριος και αθεράπευτος υμνητής των λόγγων. Ενας ακούραστος σαλαγητής και νανουριστής μαζί των σπλάχνων. Ενας προικισμένος σμιλευτής των λέξεων. Ενας σφυγμομέτρης παρατηρητής ορατού και αοράτου. Ενας ολόγιομος ποιητής της συλλογικής μας ευαισθησίας και της εξασθενημένης συλλογικής μας μνήμης.
«Χαμένες οικειότητες»
Reviewed by thespro.gr
on
Τετάρτη, Νοεμβρίου 27, 2024
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: