Ο βορειοηπειρώτης κατάσκοπος Λουκάς Χρηστίδης: Μια ιστορία πατριωτικής θυσίας
Ο Λουκάς Χρηστίδης γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στο χωριό Δρυμάδες της Χειμάρρας, ένα ελληνόφωνο χωριό στο νότιο τμήμα της σημερινής Αλβανίας. Στη βόρεια Ήπειρο εκείνη την εποχή η ελληνική γλώσσα και εκπαίδευση δέχονταν διώξεις, και έτσι ο πατέρας του μερίμνησε να τον στείλει σε ελληνικό οικοτροφείο στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας όταν ο Λουκάς ήταν επτά ετών. Εκεί άρχισε να μαθαίνει ελληνικά, καθώς στο πατρικό του δεν γνώριζε τη γλώσσα της Βίβλου: «Δεν ήξερα καθόλου ελληνικά όταν γεννήθηκα, μου τα έμαθε το σχολείο» αφηγήθηκε ο ίδιος. Στο οικοτροφείο έζησε τα πρώτα του μαθητικά χρόνια, ως μέλος της ελληνικής παιδείας, μέχρι που οι ταραγμένες εποχές του πολέμου διέκοψαν αυτή την εικόνα.
Πόλεμος και προσφυγιά
Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η τύχη τον φέρνει πίσω στην Αλβανία. Σε ηλικία 17 ετών επιστρατεύτηκε μαζί με άλλους Βορειοηπειρώτες στα αντιστασιακά σώματα των Αλβανών ενάντια στους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Ωστόσο, μοναδική του επιδίωξη ήταν η επιστροφή στην Ελλάδα: «Ένιωθα πως το σπίτι μου ήταν στην άλλη πλευρά του συνόρου» σημείωσε χαρακτηριστικά. Τελικά, σε μια νυχτερινή απόπειρα διαφυγής, ο νεαρός Λουκάς κατάφερε με μία βάρκα να φτάσει στη νήσο Κέρκυρα και στη συνέχεια στην ηπειρωτική Ελλάδα. Έως το 1947 πέτυχε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα, όπου γνώρισε τη μελλοντική του σύζυγο Μαρία και δημιούργησε οικογένεια. Έτσι έκλεισε ο κύκλος της παιδικής προσφυγιάς του – παρά τα νιάτα του που θυσιάστηκαν στον πόλεμο, ο Λουκάς ήταν πλέον Έλληνας πολίτης με πατρίδα.
Στρατολόγηση και δράση ως κατάσκοπος
Στη δεκαετία του 1960, με φόντο την ένταση του Ψυχρού Πολέμου και το ανελεύθερο καθεστώς του Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία, οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες θέτουν σε λειτουργία δίκτυα κατασκόπων για να διεισδύσουν στη γειτονική χώρα. Το 1962 ο Λουκάς Χρηστίδης στρατολογήθηκε από το ελληνικό στρατό και την Ασφάλεια ως εκλεκτός πράκτορας στη Βόρειο Ήπειρο. Μαζί με δύο ακόμη συμπατριώτες του, τους Γεώργιους Βήτο και Ντάτση, έλαβε όπλα και βασικό εξοπλισμό – κάθε ένας τους θα έπαιρνε 5.000 δραχμές αμοιβή– και τη νύχτα πέρασαν πεζή τα σύνορα από τους Φιλιάτες της Θεσπρωτίας. Στη συνέχεια πεζοπόρησαν πέντε ημέρες μέσα σε ορεινό τοπίο για να φτάσουν στο χωριό Δίβρι κοντά στους Αγίους Σαράντα. Εκεί συναντήθηκαν με ντόπιο πληροφοριοδότη, συγκέντρωσαν τις ζητούμενες πληροφορίες – κυρίως για πιθανούς ρωσικούς ή κινεζικούς στρατιωτικούς σταθμούς στην περιοχή– και ξεκίνησαν επιστροφή προς την Ελλάδα. Η αποστολή φαινόταν πετυχημένη, με ελπίδα ότι οι πληροφορίες θα προσέφεραν πλεονέκτημα στα σχέδια της Δύσης ενάντια στο καθεστώς του Χότζα.
Σύλληψη, βασανιστήρια και 27 χρόνια φυλακής
Όμως, σε μία κακοτράχηλη διαδρομή επιστροφής, η τύχη του Λουκά Χρηστίδη άλλαξε δραματικά. Καθώς διέσχιζαν μεσάνυχτα μία χιονισμένη χαράδρα, γλίστρησε από τον πάγο και έπεσε σε ένα βάραθρο 7 μέτρων περίπου. Τους άφησε έκπληκτους: οι δύο σύντροφοί του πίστεψαν ότι είχε σκοτωθεί και τον εγκατέλειψαν εκεί. Την επόμενη ημέρα ένας στρατιωτικός σκύλος τον ανακάλυψε τραυματισμένο, και έτσι παραδόθηκε στις αλβανικές αρχές. Δύο χρόνια ανάκρισης στις φυλακές των Τιράνων του επέβαλαν βαριές κατηγορίες για κατασκοπεία υπέρ της Ελλάδας και του επέβαλαν αρχικά ποινή 25 ετών καταναγκαστικής εργασίας.
Τα όσα ακολούθησαν ήταν ένας ατέλειωτος Γολγοθάς. Ο ίδιος έμεινε τελικά 27 χρόνια σε διάφορα σωφρονιστικά ιδρύματα του καθεστώτος του Χότζα, όλα στα πλαίσια απάνθρωπων καθεστώτων τιμωρίας. Περιέγραψε στέρηση τροφής και ύπνου, καθημερινά άγρια χτυπήματα μέχρι να σπάσουν δόντια και κόκαλα, ακόμα και ψεύτικες εκτελέσεις ως βασανιστήρια καθημερινής τάξης. Σύμφωνα με μαρτυρίες, πολλοί συγκρατούμενοί του απελπίστηκαν τόσο που αυτοκτόνησαν προσκρούοντας σε ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Ο ίδιος μεταφέρθηκε σε δεκάδες στρατόπεδα και εργοστάσια καταναγκαστικής εργασίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην πιο σκληρή εγκατάσταση – ένα χρυσορυχείο στο Σπατσ – οι θερμοκρασίες έφταναν τους 40 °C μέσα στις στοές, ενώ έξω έπνεαν παγεροί άνεμοι σε –20 °C. Έπειτα από 14 χρόνια εξόρυξης τον ρωτούσαν το 1976 να πάρει την «άδεια απολύσεως», μόνο που όταν εμφανίσθηκε εκεί τον συνέλαβαν ξανά και με ψευδομάρτυρες τον καταδίκασαν για «βρισιές κατά του Χότζα», προσθέτοντάς του άλλα 10 χρόνια φυλακή. Τελικά απελευθερώθηκε μόλις το 1990, με την πτώση του καθεστώτος, σε ηλικία 64 ετών – βγαίνοντας από τη φυλακή ήδη σκελετωμένος, σωματικά και ψυχικά κατεστραμμένος. Παρ’ όλα αυτά, τον κράτησε ζωντανό η βεβαιότητα ότι κάποια ημέρα θα επέστρεφε στην πατρίδα του, προσευχόμενος καθημερινά στον Άγιο Σπυρίδωνα «για να γλιτώσω, να έρθω στην Ελλάδα, στα παιδιά μου, στη γυναίκα μου».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της φυλάκισης ο Χρηστίδης υποστήριζε ανοιχτά την ελληνική του καταγωγή: όταν τον χρέωναν ως εθνικό προδότη της Αλβανίας εκείνος φώναζε ατάραχος «Εγώ είμαι Έλληνας, δεν είμαι Αλβανός». Ακόμα και πίσω από τα κάγκελα, ο πατριωτισμός του παρέμεινε ακλόνητος. Την ίδια ώρα δεν υπήρξε ουδείς φορέας που να ενδιαφερθεί πραγματικά για την τύχη του: «ούτε η ελληνική πρεσβεία δεν ρώτησε ποτέ τι έπαθε», θυμάται με πικρία. Η διαχρονική αδιαφορία της πολιτείας γίνεται έτσι σκληρή πραγματικότητα στην ιστορία του – καθόλου απλή ιστορία φυλακισμένου, αλλά ένας καθρέφτης της παθολογικής αμέλειας με την οποία αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος τους τόσους άλλους ξεχασμένους ήρωες.
Επιστροφή στην Ελλάδα και κοινωνική απομόνωση
Ο Λουκάς Χρηστίδης επέστρεψε στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1990, έπειτα από 28 χρόνια εγκλεισμού και οδύνης. Αλλά η πατρίδα που ξαναβρήκε ήταν σχεδόν άγνωστη: «η οικογένειά του, οι φίλοι του, ακόμα και η πόλη του είχαν αλλάξει». Έμεινε εμβρόντητος όταν αντίκρισε τα τρία παιδιά του και τη γυναίκα του να τον κοιτούν «παγωμένα, σαν να έβλεπαν έναν ξένο». Η οικογένειά του, που τον πίστευε νεκρό, δεν μπόρεσε να τον δεχτεί ως τον άνθρωπό τους· τον έδιωξαν και από το σπίτι που είχε χτίσει, μέχρι που βρήκε καταφύγιο στο γηροκομείο της Ηγουμενίτσας. Εκεί ο Λουκάς οδηγείται στην απομόνωση: υιοθετεί έναν μικρό κήπο για να περνά τον χρόνο του, ενώ κυριότερο μέλημά του γίνεται η συνέχιση της εξαντλητικής δικαστικής διαμάχης με το ελληνικό κράτος για την αναγνώρισή του ως Έλληνα πολίτη. Έξι μήνες μετά την επιστροφή ο ίδιος ακούστηκε να λέει: «Πήγα στο γηροκομείο, δεν πήγα στο σπίτι. Έχω πικρία, αλλά τι να κάνω…» – μια φράση που αντικατοπτρίζει την πικρία του απέναντι στην κοινωνική απομόνωση που βίωσε.
Η ηθική δικαίωση: η απονομή ελληνικής ιθαγένειας
Το κορύφωμα αυτής της αναγνώρισης ήρθε δύο δεκαετίες μετά την επιστροφή του. Χάρη σε πιέσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, στις 31 Οκτωβρίου 2009 ο Λουκάς Χρηστίδης έλαβε τελικά ελληνική ιθαγένεια. Την οριστική έγκριση υποδέχθηκε επικυρώνοντας τον όρκο του Έλληνα πολίτη σε μία μικρή αίθουσα της Περιφέρειας Ηπείρου στα Ιωάννινα. Η στιγμή αυτή ήταν, όπως έγραψε η «Καθημερινή», το μοναδικό αίτημά του από το ελληνικό κράτος: «το μοναδικό πράγμα που σκέφτηκε ποτέ να ζητήσει… ήταν να του απονεμηθεί ελληνική υπηκοότητα και να ορκιστεί Έλληνας πολίτης». Με τούτη την πράξη επιτέλους το κράτος του επιφύλαξε κάποια ηθική ικανοποίηση – έστω και αργά – για όλα όσα είχε υποστεί.
Η ζωή στο γηροκομείο και τα τελευταία του λόγια
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα απλό δωμάτιο στο Θεραπευτήριο Χρόνιων Παθήσεων στην Ηγουμενίτσα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, για 15 χρόνια στέγασε τη ζωή του σε ένα ταπεινό δωμάτιο δίχως πολυτέλειες, φροντίζοντας ένα μικρό κήπο στο γηροκομείο. Εκεί πέθανε στα μέσα Μαρτίου του 2013 σε ηλικία 87 ετών, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο. Τον πρόλαβε όμως να γιορτάσει την εκπλήρωση του αιτήματός του: «το μοναδικό αντάλλαγμα που ζητούσε» ήταν να γίνει πια αναγνωρισμένος Έλληνας πολίτης.
Τα τελευταία δημόσια λόγια του – σ’ ένα πάνελ του 2012 – μαρτυρούν ποιο ήταν το φρόνημα με το οποίο τελείωσε η ζωή του. Με τρανή πίστη έλεγε: «Έχουν περάσει 89 χρόνια και ακόμα ο Άγιος με κρατάει… Ευλογημένος τόπος είναι η Ελλάδα. Ναι, η Ελλάδα!». Οι αφηγήσεις της ζωής του Χρηστίδη, όπως τις κατέγραψε το ρεπορτάζ και η ίδια η μαρτυρία του, αναδεικνύουν από τη μια την οδύνη και την πατριωτική προσφορά ενός απλού ανθρώπου για τη Μητέρα Πατρίδα, και από την άλλη την απροθυμία του κράτους να τον στηρίξει. Ο ίδιος, ο «ξεχασμένος ήρωας» της Βορείου Ηπείρου όπως τον αποκάλεσαν, θυσίασε τα νιάτα του με μοναδικό του κίνητρο την Ελλάδα, για να καταλήξει στις εσχατιές ενός γηροκομείου, σχεδόν αόρατος μέχρι να πέσει η αυλαία της ζωής του. Η ιστορία του φέρνει στην επιφάνεια τις τραγικές ελλείψεις σε κάθε μέριμνα απέναντι σ’ αυτούς που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο Έθνος, αλλά και τον σπάνιο πατριωτισμό του ίδιου του Λουκά Χρηστίδη – ενός ανθρώπου που «πήγε σαν Έλληνας και ήρθε Έλληνας, κι ας πεθάνει μετά» όπως ο ίδιος κραυγάζει ακόμα στις μαρτυρίες.
Βασικό υλικό του ρεπορτάζ αποτέλεσε η συνέντευξη-απομαγνητοφώνηση του δημοσιογράφου Αλέξη Παπαχελά από την εκπομπή «Φάκελοι» και πρόσθετα δημοσιεύματα του τύπου (Καθημερινή, Orthodoxia News Agency) για τη ζωή του Λουκά Χρηστίδη.




.gif)
.gif)

.gif)


