Δήλωση του νέου προέδρου του Επιμελητηρίου Θεσπρωτίας κου Αντώνη Νικολάου

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024
Δήλωση του νέου προέδρου του Επιμελητηρίου Θεσπρωτίας κου Αντώνη Νικολάου


Αγαπητές και αγαπητά μέλη του Επιμελητηρίου
Με βαθιά συγκίνηση και αίσθημα ευθύνης στέκομαι σήμερα μπροστά σας, ως Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Θεσπρωτίας. 
Θα ήθελα να εκφράσω τις πιο θερμές ευχαριστίες μου σε όλους εσάς που στηρίξατε αυτήν την προσπάθεια, είτε με την ψήφο σας είτε με την έμπρακτη εμπιστοσύνη σας.
Ιδιαίτερα, θέλω να ευχαριστήσω τους επιχειρηματίες της Θεσπρωτίας και των τριών δήμων, αυτούς τους δημιουργικούς και ανθεκτικούς ανθρώπους, που με τη συμμετοχή τους στις εκλογές έδωσαν δύναμη στη διαδικασία και ανέδειξαν τους υποψηφίους που θα εκπροσωπήσουν τα συμφέροντά τους. 
Μεγάλη ευθύνη για μας καθώς μας αναδείξατε ως πρώτη δύναμη. 
Η επιλογή σας δεν είναι απλώς μια ψήφος, είναι ένα μήνυμα εμπιστοσύνης και ευθύνης που δεσμευόμαστε να τιμήσουμε.
Σε αυτό το σημείο, αισθάνομαι την ανάγκη να αναφερθώ και στις ανεπιτυχείς προσπάθειες που έγιναν για να παρεμποδιστεί η εκλογή μου ως Πρόεδρος του Επιμελητηρίου, αγνοώντας τη λαική βούληση. 
Παρά τις αντιξοότητες και τις προκλήσεις που δημιουργήθηκαν από ορισμένες πλευρές, η ισχυρή υποστήριξη και η εμπιστοσύνη σας απέδειξαν ότι η ενότητα και η προσήλωση στο κοινό καλό είναι ανίκητες δυνάμεις. 
Η ψήφος σας και η στήριξή σας αποτελούν την πιο ηχηρή απάντηση και τη μεγαλύτερη επιβεβαίωση ότι προχωράμε όλοι μαζί, για έναν κοινό στόχο.

Επιτρέψτε μου, όμως, να κάνω μια ιδιαίτερη αναφορά σε δύο ανθρώπους που με στήριξαν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο:
· Τον φίλο μου και αδερφό μου, Σπύρο Βαλάκο, για τη συνεχή και ακούραστη στήριξή του, που ήταν πραγματικά ανεκτίμητη. Η παρουσία του και η αφοσίωσή του σε κάθε μας προσπάθεια αποτελούν παράδειγμα συνεργασίας και αληθινής δέσμευσης.
· Τον κ. Ιωάννη Στάθη, για τις πολύτιμες συμβουλές του, την καθοδήγηση και τη σοφία του, που υπήρξαν πυξίδα στις σημαντικές στιγμές αυτής της πορείας. Η στήριξή του με γέμισε αυτοπεποίθηση και μου έδωσε τη δύναμη να ανταποκριθώ στις προκλήσεις.
Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω την οικογένειά μου, τον ακλόνητο πυλώνα της ζωής μου, που στάθηκε δίπλα μου σε κάθε βήμα αυτής της διαδρομής. Η υπομονή, η κατανόηση και η αγάπη τους είναι τα θεμέλια της δύναμής μου.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους συνεργάτες μου, όλους όσοι συμμετείχαν στο ψηφοδέλτιο νίκης, και σε όλους όσοι εργάστηκαν για να γίνει πραγματικότητα αυτή η προσπάθεια. 
Τέλος, ευχαριστώ τον συνδυασμό Ενωτική Επιμελητηριακή Κίνηση Θεσπρωτίας με επικεφαλή τον κ. Αλκιβιάδη Λάμπρου για την σύμπραξη με τον συνδυασμό μας. Ενωμένοι, δεσμευόμαστε να δουλέψουμε για την ανάπτυξη και την ευημερία των επιχειρήσεων της Θεσπρωτίας, για την προώθηση καινοτομιών και για την ανάδειξη των δυνατοτήτων του τόπου μας.

Είμαστε εδώ για να ακούμε τη φωνή σας, να ανταποκρινόμαστε στις προκλήσεις και να δημιουργούμε ευκαιρίες για όλους. Υπόσχομαι ότι θα δουλέψουμε με ήθος, αφοσίωση και αποφασιστικότητα, ώστε να φανούμε αντάξιοι της εμπιστοσύνης σας.

Σας ευχαριστώ από καρδιάς!
Καλές γιορτές σε όλους με υγεια και ευτυχία!

Με εκτίμηση,
Αντώνης Νικολάου
Πρόεδρος Επιμελητηρίου Θεσπρωτίας
Read More »

ΞΕΝΙΑ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ 1968 - ΔΩΜΑΤΙΟ 104

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024
ΞΕΝΙΑ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ 1968 - ΔΩΜΑΤΙΟ 104
Γράφει ο Χριστόφορος Παπαχαραλάμπους


Ήταν καλοκαίρι, αρχές Ιουλίου του 1968. 
Η Ελλάδα στον γύψο του Παπαδόπουλου. 
Οκτώ συμφοιτητές και συμφοιτήτριες μου κι εγώ αποφασίστηκε από την διεύθυνση της Σχολής Τουριστικών επαγγελμάτων Ρόδου να πάμε για πρακτική άσκηση στο Ξενία Μοτέλ της Ηγουμενίτσας. Πέντε κορίτσια και τρία αγόρια.
Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος σε ηλικία αφού είχα κάνει τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο στην Ιατρική Αθηνών και τα παράτησα στην μέση στο τρίτο προς τέταρτο έτος. 
Οι υπόλοιποι μόλις είχαν τελειώσει το γυμνάσιο (λύκειο σήμερα). Ήμουν 24 ετών ενώ οι άλλοι ήταν εκεί γύρω στα 18-19 τους και με φώναζαν παππού ή γέρο ή ακόμη και παλιόγερο!!! Για τα αγόρια μιλάω βέβαια ε;
Όταν φτάσαμε στο Ξενία, είδαμε ότι ήταν ένα όμορφο μικρό ξενοδοχείο μοτέλ με 75 δίκλινα δωμάτια. 
Για όσους που ίσως δεν ξέρουν, η λέξη motel προέρχεται από την συγχώνευση των αγγλικών λέξεων «motor hotel» - motel. Τα δωμάτια ήταν σε κτιριακά μπλόκ ανά δυο και ήταν υπερυψωμένα. Κάτω από κάθε δωμάτιο υπήρχε στεγασμένος χώρος για τα αυτοκίνητα των ενοίκων. 


Το εστιατόριο η κουζίνα και το μπαρ βρισκόταν σε άλλο κτίριο λίγο πιο πέρα από την ρεσεψιόν. Στο βάθος πέρα από το συγκρότημα των δωματίων πελατών υπήρχε ένα κτίριο για την διαμονή του προσωπικού.
Όταν φτάσαμε εκεί είδαμε ότι διευθυντής δεν υπήρχε ακόμη. Δεν είχε διοριστεί φαίνεται. Μαιτρ δεν υπήρχε στο εστιατόριο. Μόνο ένας μάγειρας -σεφ, της κακιάς ώρας και ένας λαντζέρης στην κουζίνα. Ο κήπος ήταν γεμάτος αγριόχορτα. Τα παρτέρια με τα λουλούδια είχαν ξεραθεί. 
Ενημερώσαμε την διεύθυνση της σχολής στην Ρόδο για τα παραπάνω και μας είπαν ξεκάθαρα: «Είστε σε πρακτική άσκηση κόψτε τον λαιμό σας και λύστε τα προβλήματα.»
Έτσι καθίσαμε κάτω οι οχτώ μας και βγάλαμε πρόγραμμα και υπηρεσίες. Εγώ λόγω ηλικίας ανέλαβα να παραστήσω τον διευθυντή και τον μαιτρ. Οι άλλοι μοιράστηκαν στις διάφορες υπηρεσίες. Διευθυντής, Μαιτρ, Σερβιτόροι, Μπάρμαν, Προϊσταμένη ορόφων Καμαριέρες, Ρεσεψιόν, νυχτερινός Ρεσεψιονίστ, κηπουροί όλοι στις θέσεις μας. Θα τα κάναμε όλα εκ περιτροπής. Τον κήπο όμως αποφασίσαμε να τον καθαρίσουμε όλοι μαζί κι εγώ...ο παππούς
Το ξενοδοχείο θα άνοιγε σε τέσσερεις μέρες. Άρα έπρεπε να βιαστούμε. 
Να μη τα πολυλογώ τα οργανώσαμε μια χαρά. Το βράδυ λοιπόν αφού πήγαμε σε μια ψησταριά εκεί κοντά φάγαμε παϊδάκια και ήπιαμε μπόλικη ρετσίνα, γυρίσαμε και ο καθένας μας διάλεξε σε πιο δωμάτιο θα κοιμότανε. Τα κορίτσια ήθελαν να κοιμηθούν παρέα. Εμείς όμως διαλέξαμε ο καθένας από ένα δωμάτιο. Εγώ πήρα το κλειδί του δωματίου 104. 
Με κλήρο ανάμεσα στα αγόρια βγάλαμε ποιος θα έκανε την νυχτερινή βάρδια απόψε στην ρεσεψιόν μήπως καλούσαν από την σχολή. Η βάρδια έλαχε στον Μανώλη, ένα παιδί με απίθανο χιούμορ από την Κρήτη. Εγώ δεν είχα όρεξη για υπνο ακόμη. Ετσι όπως χαρχαλευα στα διαφορα ντουλάπια της υποδοχής βρήκα μια σκακιέρα. 
«Ρε Μανώλη σκάκι παίζεις;» ρώτησα
«Τσιαμ ίντα μωρέ νομίζεις. Πρωταθλητής Ηρακλείου είμαι χε χε χε»
Παίξαμε μερικές παρτίδες. Ήταν καλός. Με νίκησε σε όλες ο «τσερατάς»!
Νύσταξα. 
«Λοιπόν πάω για ύπνο στο 104.» Κοίταξα το τηλεφωνικό κέντρο. Με τα καλώδια με τα βύσματα τις τρυπούλες και τα νουμέράκια με τους αριθμούς δωματίων. 
«Τούτο το πράγμα ξέρεις να το δουλεύεις;»
«Ναι μωρέ» μου απαντάει«έχει ο μπάρμπας στο ξενοδοχείο του στο Ηράκλειο ένα ολόιδιο τέτοιο μαραφέτι. Τίποτα δεν είναι. Θες μωρέ να στο μάθω;»
Χασμουρήθηκα. Εκείνη την στιγμή χτύπησε τηλέφωνο με ένα στριγκό ήχο.
«Εξωτερική κλήση» είπε ο Μανώλης και απάντησε «Μοτέλ Ξενία Ηγουμενίτσα, καλησπέρα σας» είπε. «Ο Μανώλης είμαι κύριε. Όχι κύριε δεν ήρθε ακόμη, ναι κύριε, εντάξει, θα σας ενημερώσω. Καληνύχτα σας.»
«Ποιος ήτανε» ρώτησα
«Ο διευθυντής της Σχολής» μου απάντησε
«Τι είπε;»
«Ρώτησε αν είχε έρθει ο διευθυντής εδώ»
«Και;»
«Του φάνηκε παράξενο. Του είπανε, λέει από τον ΕΟΤ ότι έπρεπε να ήταν εδώ από προχθές.»
«Καλά, καλά, εγώ πάω στο 104. Θα πέσω ξερός.»
«Καληνύχτα παλιόγερε. Σ έσχισα στο σκάκι γεροαφρικάνε» είπε γελώντας.
Πήγα το δωμάτιο. Ανάβω το φως. Ήταν δίκλινο. Τα κατωσέντονα ήταν ήδη στρωμένα. Στο κάτω μέρος υπήρχαν διπλωμένα ένα σεντόνι και μια λεπτή κουβερτούλα. Παρόλο που ήταν Ιούλιος έκανε δροσούλα και είχε και υγρασία. Άφησα την βαλίτσα μου πάνω στο τραπεζάκι που κάτω από τον καθρέφτη. Γδύθηκα πέταξα τα ρούχα μου στην καρέκλα και πήγα βιαστικός να πέσω αλλά κάπου σκόνταψα. Το πόδι μου είχε στραβοχωθεί σε ένα πέδιλο. Του έδωσα μια και πήγε κάτω από το κρεβάτι.
Ξάπλωσα, πήρα την κουβερτούλα να σκεπαστώ. Έκανε λίγη ψύχρα. 
Μετά τη ρετσίνα που ήπιαμε στην ψησταριά, την κούραση και την προχωρημένη ώρα, ο ύπνος με πήρε αμέσως. 
Ντριιιννννν, ντρινννννν, Τινάχτηκα. Κοίταξα γύρω μου. Δεν ήξερα που ήμουν. Ντρινννν, Ντριννννν. Ψάχνω με το χέρι μου στο κομοδίνο. Ρίχνω κάτι χάμω. Βρίσκω ένα καλώδιο. και ψάχνοντας πιάνω τον διακόπτη. Τον ανάβω. Μια λάμπα άναψε χάμω στο πάτωμα. Την λάμπα είχα ρίξει. Την ξαναβάζω στην θέση της και κοιτάζω το ρολόι μου. Ήταν δυο και μισή νύχτα. Ντρινννν. Το διαολεμένο το τηλέφωνο ήταν στο κομοδίνο του άλλου κρεβατιού. Ντρινν. Μπουσουλάω έτσι όπως ήμουν με τα εσώρουχά και αρπάζω το ακουστικό. 


«Ναι;»φωνάζω εκνευρισμένος.
«Τι έπαθες; Γιατί δεν κοιμάσαι παλιόγερε;» Ακούω τον Μανώλη.
«Τι λες μωρέ κοιμόμουνα και με ξύπνησες.» του φωνάζω
«Κουζουλός είσαι μωρέ. Αφού εδώ στο κέντρο το φωτάκι του 104 άναψε πριν από λίγο. Μπλιπ, μπλιπ. Ίντα θέλεις;»
«Κουζουλός, είσαι και φαίνεσαι. Εγώ κοιμόμουνα και δεν πείραξα το τηλέφωνο. Κι έπειτα το τηλέφωνο δεν είναι δίπλα στο κρεβάτι που κοιμόμουν.»
«Ε μα τότες ποιος σήκωσε το ακουστικό στο δωμάτιο; Στο λόγο μου, σου λέω το φωτάκι του 104 άναψε. Μπλιπ, μπλιπ έκανε. Αφού νόμισα πως ήθελες να μου κάνεις πλάκα.»
«Μπλιπ μπλιπ να κάνει ο απαυτός σου» φώναξα. «Σου λέω κοιμόμουνα και δεν πείραξα το τηλέφωνο. Χαλασμένο θα είναι το κέντρο. Έλα κλείσε τώρα και θα τα πούμε αύριο.»
Κατέβασα το ακουστικό. Βεβαιώθηκα ότι είχε κάτσει καλά στην βάση του και ξαναπήγα στη κρεββάτι μου να συνεχίσω τον ύπνο μου. Έσβησα το φως και πήρα την θέση εμβρύου που ακόμη και σήμερα συνηθίζω για να κοιμηθώ....... Αλλά δεν ήταν γραφτό φαίνεται. 
Να πάρει ο διάολος. 
Τακ, Τακ, τακ στην πόρτα. Πετάγομαι πάλι πάνω. Ανάβω το φως προσέχοντας να μη ρίξω πάλι την λάμπα. Στέκομαι λίγο ζαλισμένος από την απότομη αλλάγή θέσης. Τακ τακ τακ στην πόρτα πάλι. «Ισως να είναι κανένα από τα παιδιά» σκέφτηκα. Πήγα με μεγάλο δρασκελισμό αποφασισμένος να τα καταχέσω όποιον από τα παιδιά ήταν εκεί έξω. Ανοιξα με φόρα την πόρτα. «Ποιος......» πήγα να φωνάξω αλλά......ένας γέρος, πολύ γέρος στεκόταν έξω. Φορούσε μουσαμαδένιο αδιάβροχο και κρατούσε έναν φακό. Αναψε τον φακό και μου έριξε το φως στα μάτια. Με τύφλωσε. Σκέπασα τα μάτια με την παλάμη μου.
«Που είναι ο κύριος διευθυντής; Εσύ ποιος είσαι;» άκουσα μια φωνή που έμοιαζε να βγαίνει από λαιμό γεμάτο άμμο. 
«Κατέβασε χριστιανέ μου φως. Δε βλέπω.» Του φώναξα
Χαμήλωσε τον φακό στο ύψος της μέσης του.
«Ποιός είσαι εσύ;» ρώτησα.
«Ο νυχτοφύλακας είμαι. Που είναι ο διευθυντής;»
Δυστυχώς δεν μπορώ να μεταφέρω εδώ την προφορά του. Αλλά καταλάβαινα τα μισά από όσα έλεγε.
«Δεν έχει έρθει ακόμη» Απάντησα
«Ε; Μα τι λες;» Φωνάζει σχεδόν χοροπηδώντας, «Αφού και χθες και σήμερα το πρωί τον είδα και μιλήσαμε»
«Είδες τον διευθυντή χθες και σήμερα και μιλήσατε;»ρώτησα
«Μαστα» μου λέει ο γέρος πεισματικά. «Μιλήσαμε. Εσύ ποιός είσαι;» Ρίχνοντας μου το φως του φακού από τα νύχια μου ως κορφή. Ενιωσα άβολα. 
«Μισό λεπτό του» του είπα«να βάλω κάτι πάνω μου κι έρχομαι. «Δε μου λες;» τον ρώτησα όσο φορούσα το παντελόνι μου, «εσύ γιατί ήρθες εδώ νυχτιάτικα και χτύπησες την πόρτα;» 
Δεν πρόλαβε να απαντήσει. Ντρινννν Ντριννν το τηλέφωνο. «Να πάρει» μουρμούρισα και σήκωσα το τηλέφωνο.
«Τι είναι ρε Μανώλη πάλι; Εδώ ε......Πως; Όχι ρε Μανώλη δε σήκωσα εγώ το τηλέφωνο. Όχι είπα! Κοίτα Μανώλη θα έρθω εκεί με τον νυχτοφύλακα.» 
«Νυχτοφύλακα;»ρωτάει ο Μανώλης
«Περίμενε» του είπα ερχόμαστε εκεί τώρα.
Φόρεσα και το πουκάμισό μου, άνοιξα λίγο την μπαλκονόπορτα καθώς ποτέ δεν μπόρεσα να συνηθίσω στην μυρωδιά των κλειστών δωματίων των ξενοδοχείων, και είπα στον γέρο:
«Ελάτε κύριε πάμε στην ρεσεψιόν να τα πούμε»
Έξω ψιχάλιζε. Γι αυτό ο γέρος φορούσε τον μουσαμά. Όταν φτάσαμε στην ρεσεψιόν ο Μανώλης μας περίμενε.
«Για ελάτε κύριε » είπα στον γέρο. Εμοιαζε στο πρόσωπο τουλάχιστον εκατό χρονών με τις χιλιάδες ρυτίδες που αυλάκωναν το οστεώδες πρόσωπο. Οι κινήσεις του όμως είχαν μια νεανική σχεδόν ευλυγισία.
Τον έβαλα σε μια καρέκλα να κάτσει. Εγώ ακούπησα στον πάγκο της υποδοχής.
«Λοιπόν» είπα «Μου είπατε ότι συναντήσατε τον Διευθυντή του ξενοδοχείου αυτού χθές και σήμερα το πρωί. Ετσι;»
«Μαστα. Μα εσείς τι είστε;»
«Είμαστε μαθητές για να δουλέψουμε εδώ το καλοκαίρι» του είπα. «Σας είπε το όνομά του ο διευθυντής;»
«Μάστα μου το είπε. Κάτι σαν Μυλονάκης μου πε; Σαν Αχλάδης μου πε; Πάντως κάτι με μήλο ή αχλάδι» 
Κοίταξα τον Μανώλη που καθόταν στην θέση του δίπλα στο τηλεφωνικό κέντρο με ένα βιβλίο ανοιχτό μπροστά του.
«Ρε Μανώλη τι λες; Να πάρουμε τον διευθυντή της σχολής τέτοια ώρα να τον ρωτήσουμε αν ξέρει το όνομα του διευθυντή που περιμένουμε;» 
«Κουζούλός είσαι μωρέ; Μέσα στα άγρια μεσάνυχτα;»
«Θα τον πάρω εγώ» είπα αποφασιστικά. Κάλεσε τον . Θα του μιλήσω.»
Το τηλέφωνο του διευθυντή χτύπησε αρκετές φορές. Ο Μανώλης ετοιμάστηκε να το κλέισει όταν ακούσαμε την πλούσια σαν βαρύτονου φωνή του διευθυντή. 
«Ναι! »
Πήρα το ακουστικό από τα χέρια του Μανώλη.
«Κύριε Διευθυντά συγγνώμην που.....» Ο άλλος αναγνώρισε την φωνή μου και φαίνεται ότι ανησύχησε
«Τι είναι Χριστόφορε; Συνέβη τίποτα;»
«Όχι όχι, μη ανησυχείτε. Τίποτα. Ήθελα μόνο να σας ρωτήσω μήπως ξέρετε το όνομα του διευθυντή που θα έρθει εδώ στο Ξενία;
«Μα είναι δυνατό ρε Παπαχαραλάμπους να με ξυπνάς για κάτι τέτοιο; Δεν μπορούσες να περιμένεις λίγες ώρες ακόμη;»
Του εξήγησα την υπόθεση με τον νυχτοφύλακα. Μου ζήτησε μισό λεπτό να δει κάτι και όταν ήρθε μου είπε: «Αριστείδης Αχλαδιώτης»
«Αχλαδιώτης;» επανέλαβα
Ο νυχτοφύλακας κούνησε καταφατικά με έμφαση το σταφιδιασμένο του πρόσωπο.
Όταν διακόψαμε την σύνδεση με την Ρόδο, ήμουνα πολύ προβληματισμένος. Αρα ο νυχτοφύλακας τον είδε τον διευθυντή. Στο μεταξύ έξω είχε σηκωθεί αέρας. Και μύριζε βροχή.
Μπλιπ μπλιπ μπλιπ από το τηλεφωνικό κέντρο!
Ο Μανώλης με κοίταζε παγωμένος. Το 104 καλούσε και δεν ήταν κανείς εκεί...καλούσε επίμονα. 
Μπλιπ, μπλιπ, μπλιπ. 
«Απάντησε»λέω στον Μανώλη
«Εσύ να απαντήσεις» είπε πεισματικά εκείνος. 
Μπλιπ, μπλιπ, μπλιπ, «Ε! αϊ στο διάολο είπα και πηγαίνω στο τηλεφωνικό κέντρο.
«Σύνδεσέ με» λέω στο Μανώλη. Εκείνος έβαλε το βύσμα 
«Ρεσεψιόν παρακαλώ;» «Ναι;» «Reception here!»
Καμιά απάντηση. Μόνο.....κάτι σαν ανάσα. Ανάσα βαριά αρρώστου. Τώρα φωνάζω έξαλλος:
«Είπα Ρεσεψιόν ομιλείτε!» Τίποτα μόνο η βαριά ανάσα.
Μα ποιος ήταν μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμουν πριν από λίγο; 
Και που ήταν ο Διευθυντής που είχε δει ο νυχτοφύλακας; 
Το πέδιλο που πατησα στο δωμάτιο 104 ;
Ένας μικρόσωμος χωροφύλακας πλησίασε την Μιρέλα:
«Του ξενοδοχείου είστε;» ρώτησε
«Μάλιστα» είπε εκείνη.
Άπλωσε το χέρι του και της έδωσε κάτι. 
«Θα το ξέχασε πελάτης μάλλον. Το βρήκαμε στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι του 104.» είπε κι έφυγε ακολουθώντας τον ενωμοτάρχη.
Η Μιρέλα, ο Μανώλης κι εγώ κοιτούσαμε σαν χαμένοι ένα αριστερό δερμάτινο πέδιλο......
Έτσι όπως κοιτούσαμε το δερμάτινο πέδιλο που έδωσε ο χωροφύλακας στην Μιρέλα, ήταν λες και βλέπαμε για πρώτη φορά τέτοιο πράγμα. 
«Εϊ εσύ ψηλέ μελαψέ για έλα εδώ.» Άκουσα τον ενωμοτάρχη να φωνάζει ενω είχε φτάσει στο ύψος της ρεσεψιόν και ετοιμαζόταν να φύγει.
Κατάλαβα βέβαια ότι απευθυνόταν σε μένα. Γιατί όσο κι αν φαίνεται περίεργο σήμερα, ένας νέος με ύψος 1.83 ήταν πολύ ψηλός για κείνη την εποχή. Και μιλάμε για το 1968. Ήμουνα και μελαψός.
Απόσπασα το βλέμμα μου από το πέδιλο, πάνω στο οποίο είχα σκοντάψει το πρώτο βράδυ στο δωμάτιο 104. Τίνος να ήταν άραγε; Και το ταίρι του; 
Το παράξενο είναι όσο κι αν είχαμε ψάξει η Μιρέλα, ο Μανώλης κι εγώ τότε στο δωμάτιο δεν το είχαμε βρει. Το βρήκαν όμως αμέσως οι χωροφύλακες που κουβάλησαν τον νεκρό Ιταλό στο δωμάτιο αυτό. Και μάλιστα δίπλα στο κρεβάτι. Μα τι διάολο τυφλοί ήμασταν;
Προχώρησα προς το σημείο που με περίμενε ο ενωμοτάρχης. Είπα και στον Μανώλη με την Μιρέλα να με ακολουθήσουν. 
Ο ενωμοτάρχης ήταν ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε καλοσυνάτος άνθρωπος. Χοντρόυλης με ολοστρόγγυλη κοιλιά που μάλλον χωρούσε αρκετά λίτρα κρασί, πράγμα που επιβεβαίωνε και η κοκκινωπή μύτη του και τα πρησμένα πονηρά του μάτια. 


Μόλις έφτασα δίπλα του, με κοίταξε και με ρώτησε:
«Για να 'χουμε καλό ρώτημα, δεν μου λες; Τι είσαι του λόγου εδώ πέρα; Ο κύριος Διευθυντάς είσαι;» 
Δεν απάντησα αμέσως. Εκείνο το «κύριος Διευθυντάς» με μπέρδεψε.
«Όχι δεν είμαι ο Διευθυντής» σπουδαστής είμαι κι εγώ αλλά λίγο μεγαλύτερος από τους άλλους.
«Και πως σε λεν;»
«Παπαχαραλάμπους»
«Ο κύριος Διευθυντάς που είναι;»
Πάλι αυτό το «κύριος Διευθυντάς»
«Δεν έχει έλθει ακόμη. Από ότι ξέρω.» είπα
«Μήπως τυχαίνει να ξέρεις πως τον λέν;»
«Αχλαδιώτης τσίριε Ενωμοτάρχα» πετάχτηκε από δίπλα ο Μανώλης 
«Κρητικός είσαι ε;» 
«Απο μέσα απ το Ηράκλειο τσίριε Ενωμοτάρχα!»
«Και πως το πες το όνομα του Διευθυντά;
«Αχλαδιώτης» είπα εγώ «μάλιστα προχθές αργά την νύχτα την ώρα που κοιμόμουν ήρθε και μου χτύπησε στο 104 .....»
«Εκεί που βάλαμε τον νεκρό Ιταλό προ ολίγου, κοιμόσουν;»
«Μάλιστα. Εκεί!» απάντησα νιώθοντας κάτι σαν παγωμένο νερό να κυλάει στην ραχοκοκκαλιά μου. «Και ήρθε που σας έλεγα ένας ηλικιωμένος, μου χτύπησε την πόρτα και ζητούσε τον κύριο Αχλαδιώτη λέγοντας ότι ήταν ο νυχτοφύλακας.» 
Μου φάνηκε ότι ο ενωμοτάρχης ταράχτηκε με αυτά που του διηγήθηκα και ιδιαίτερα με το άκουσμα του ονόματος. Με κοίταξε με κείνα τα μάτια του τα όλο μικρές κόκκινες φλεβίτσες, και με ρώτησε.
«Το μικρό του; Το ξέρεις το μικρό του;»
Σκέφτηκα για λίγο για να το θυμηθώ όπως μου το είπε στο τηλέφωνο ο Διευθυντής της Σχολής, εκείνο το βράδυ που ο Μανώλης έλεγε ότι ποτέ δε μίλησα, και είπα:
«Αριστείδης Αχλαδιώτης».
Ο Ενωμοτάρχης χλόμιασε εμφανέστατα. Γύρισε και κοίταξε τους χωροφύλακες που τον συνόδευαν.
«Είσαι σίγουρος γι αυτό;» ρώτησε καχύποπτα ο αστυνομικός.
«Έτσι μου είπε ο Διευθυντής της Σχολής, μας που τον πήρα τηλέφωνο. Έτσι δεν είναι Μανώλη;» ρώτησα τον Κρητικό με νόημα.
«Ε ε έτσι είναι.» απάντησε αλλά όχι με σιγουριά.
«Αυτός ο νυχτοφύλακας ο ηλικιωμένος που λες ότι ήρθε και τον ζητούσε σε κείνο το δωμάτιο θυμάσαι καθόλου πως ήταν;» ρώτησε με παράξενη προσμονή.
Σκέφτηκα για λίγο... 
«Μου έκανε εντύπωση το πολύ ρυτιδωμένο του πρόσωπο και τα πυκνά γκριζωπά λιγδιασμένα του μαλλιά.»
«Δεσποινίς...»απευθύνθηκε προς την Μιρέλα ο Ενωμοτάρχης. «Τα κλειδιά του γραφείου του Διευθυντά ξέρετε που είναι;»
«Όχι κύριε» απάντησε εκείνη με κάποια ταραχή. «Αλλά νομίζω ότι κάποιο από τα αυτά τα αντικλείδια θα το ανοίγουν.»
«Έχετε μπει μέσα καθόλου;»
«Όχι. Κανείς δεν έχει μπει ακόμη. Θα μπαίναμε όμως να καθαρίσουμε.»
«Φέρτε μου τα κλειδιά!» διέταξε ο Ενωμοτάρχης
«Μα....» είπε η Μιρέλα
«Ούτε μα, ούτε ξεμα. Γρήγορα τα κλειδιά είπα.» Έμοιαζε πολύ ταραγμένος. Κοίταξα τους άνδρες του. Κι εκείνοι έμοιαζαν να τα έχουν χαμένα. 
Η Μιρέλα που κρατούσε στο ένα χέρι το δερμάτινο πέδιλο και στο άλλο τα κλειδιά του τα έδωσε αμίλητη.
«Μα τι συμβαίνει;» ρώτησα εγώ διστακτικά
«Μακάρι να 'ξερα» απάντησε εκείνη.
Προχωρήσαμε προς το γραφείο δίπλα στην ρεσεψιόν. Ο Ενωμοτάρχης στάθηκε για λίγο μπρος την κλειδωμένη πόρτα. Ύστερα σαν να το πήρε απόφαση άρχισε να δοκιμάζει με βιάση ένα ένα τα κλειδιά. Μα τι τον είχε πιάσει;
Τελικά με ένα κλικ ξεκλείδωσε την πόρτα. Δίστασε λίγο. Ύστερα την έσπρωξε και μπήκε. Προχώρησε ένα βήμα και στάθηκε. 
«Δεσποινίς,» φώναξε «ελάτε κι ανοίξτε το παράθυρο να μπει λίγος αέρας εδώ μεσα. Βρωμάει μούχλα»
Άφησα την Μιρέλα να περάσει πρώτη. Μόλις μπήκε έκανε ένα «Πιιιιφφφ» και τρέχοντας σχεδόν πήγε και άνοιξε το παράθυρο.
Όταν μπήκα εγώ μου φάνηκε ότι μύριζε ακριβώς το ίδιο με την πετσέτα που βρήκαμε στο 104 τις προάλλες. 
Ο Ενωμοτάρχης άναψε και το φως. 
Δεν είχα ιδέα τι κάναμε εκεί μέσα. 
Άρχισα να κοιτάζω γύρω που. Ένα μεγάλο μοντέρνο γραφείο δέσποζε στο κέντρο του δωματίου με άνετο κόκκινο κάθισμα με ρόδες. Η επιφάνεια του γραφείου ήταν απόλυτα τακτοποιημένη . Στο κέντρο είχε ένα μεγάλο "ημερολόγιο- πλάνο" κρατήσεων. 
Στα δεξιά ήταν μια αρχειοθήκη με ντοσιέ τοποθετημένα με τάξη. 
Πίσω ακριβώς από το κάθισμα στον τοίχο, λίγο ψηλότερα από το ύψος μου ήταν ένα κάδρο που μέσα είχε ένα επίσημο έγγραφο. Πλησίασα και είδα ότι ήταν η έγκριση του διορισμού του «Αριστείδη Αχλαδιώτη ως Διευθυντή του Ξενία Ηγουμενίτσης». Είχε και φωτογραφία ενός πολύ νέου άνδρα, ίσως συνομήλικου μου αλλά με πολύ αδύνατο πρόσωπο και μελαγχολικό χαμόγελο. Η ημερομηνία του εγγράφου ήταν Ιούλιος 1967. Λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Δηλαδή πριν από ένα χρόνο


«Τον ξέρετε, κύριε Ενωμοτάρχα;» ρώτησα όταν αντιλήφθηκα ότι ο αστυνομικός στεκόταν δίπλα μου και κρατούσε μια επιστολή που βρήκε πάνω στο γραφείο. Γύρισε προς την Μιρέλα και ταρακουνώντας την επιστολή μπρος πίσω, φώναξε.
«Δεσποινίς!!!»
Η Μιρέλα αναπήδησε! «Ορίστε» ψέλλισε
«Είστε σίγουρη ότι δεν μπήκε κανείς εδώ μέσα; »
«Από την μέρα που ήρθαμε και έχω εγώ τα κλειδιά νομίζω ότι κανείς δεν μπήκε.»
«Εσύ ψηλέ Τι λες;»
«Το ίδιο. Τέσσερις μέρες ήμαστε εδώ και δεν είδα ποτέ την πόρτα αυτή ανοιχτή.»
«Κρητικέ;»
«Εγώ τσίριε είμαι νυχτερινός από την μέρα πού 'ρθαμε επαέ. Πάντα κλειστή ήταν η πόρτα»
«Και δε μου λες ψηλέ εκείνος ο γέρος ο ρυτιδιασμένος, που λες ότι ήρθε την νύχτα και ζητούσε τον Διευθυντά, μήπως έκανε καμιά κίνηση κατά δω;»
«Όχι κύριε Ενωμοτάρχα. Δεν τον ξανάδα. Μα γιατί κάνετε αυτές τις ερωτήσεις;»
Αντί να μου απαντήσει με ξαναρωτάει:
«Πότε ήρθατε όλοι εδώ;»
Γύρισα προς την Μιρέλα. 
«Στις 3 Ιουλίου» είπε εκείνη με όχι και πολύ σταθερή φωνή.
«Για δες εδώ ψηλέ ! Τι βλέπεις;»
«Ε ε ε ε μια επιστολή.»
«Τι επιστολή είναι ψηλέ;»
Προσπαθούσα να καταλάβω τι εννοούσε ώσπου την είδα. Η επιστολή ήταν συστημένη με σφραγίδα παράδοσης 3 Ιουλίου 1968 και απευθυνόταν στον κύριο Αριστείδη Αχλαδιώτη.
«Για διάβασε εκεί κάτω ψηλέ»
Κοιτάζω εκεί που έδειξε και είδα μια σημείωση γραμμένη με μολύβι που έλεγε: 
«Φακ. Αρχείο» και δίπλα μια μονογραφή. «Α. Α» 
«Αριστείδης Αχλαδιώτης» μονολόγησα.
Στο γραφείο πάνω είδα και τον ανοιγμένο φάκελο της συστημένης επιστολής.
«Ε! Απλό.» Είπα «Ο κύριος Αχλαδιώτης θα έχει έρθει αλλά δεν τον εχουμ.....»
«Δεν είναι κύριος» με διέκοψε ο Ενωμοτάρχης.
«Γιατί; Τι έκανε;» Το μυαλό μου πήγε αμέσως στις πολιτικές του πεποιθήσεις. Τίποτα κομμουνιστής θα ήταν φαίνεται.
«Τίποτα δεν έκανε. Και ούτε πρόκειται να κάνει.» Φώναξε ο Ενωμοτάρχης πετώντας τη επιστολή με φόρα πάνω στο γραφείο. 
«Γιατί ψηλέ, δεσποινίς και συ Κρητικέ, ο Αχλαδιώτης είναι νεκρός!!»
Το μόνο που θυμάμαι τώρα, όταν το άκουσα μου φάνηκε κάτι σαν βουητό να γέμισε το αυτί μου.
«Μα πως αφού ο .....» πήγα να ψελλίσω
«Τέρμα. Είπα ο Αχλαδιώτης είναι νεκρός. Τον σκότωσε ένας Κερκυραίος πέρσι προς το τέλος του καλοκαιριού, γιατί ο Αχλαδιώτης είχε ατιμάσει την κόρην του. Την είχε καταστήσει έγκυο. Μια νύχτα μπήκε κρυφά στο δωμάτιο του και τον μαχαίρωσε ενώ κοιμόταν.»


«Τον Κερκυραίο τον πιάσατε;» ρώτησα
«Διαφεύγει της σύλληψης ακόμη.» Απάντησε
«Και τον έχετε δει εσείς αυτόν τον Κερκυραίο;» ξαναρώτησα
«Ψηλέ! Τον έχεις δει κι εσύ!! Σου χτύπησε την πόρτα!!!»
Πάγωσα. Στην κυριολεξία. Έγινα κολόνα πολικού πάγου.
«Σε ποιο δωμάτιο έγινε ο φ....» πήγε να ρωτήσει ο Μανώλης
«Εκεί που βάλαμε το Ιταλό σήμερα» απάντησε ο αστυνομικός τρίβοντας με δύναμη τον σβέρκο του σαν να ήθελε να διώξει κάποιο επίμονο έντομο.
«Στο 104!!» είπε η Μιρέλα σαν υπνωτισμένη, κοιτώντας το δερμάτινο πέδιλο που κρατούσε ακόμη και ξαφνικά σαν κάτι να την τσίμπησε, τίναξε με δύναμη το χέρι και το πέταξε στην άλλη γωνιά του δωματίου. Κανείς δεν αντέδρασε. Μοιάζαμε όλοι, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του.
«Μα κάποιος άνοιξε αυτήν την επιστολή. Ποιος όμως; Και είναι κι αυτός ο Κερκυραίος που κρύβεται κάπου εδώ τριγύρω......» είπε τρίβοντας με μανία τον σβέρκο του ο Ενωμοτάρχης. 
«Ωραία πρακτική θα κάνουμε» είπε ο Μανώλης. 
«Και στο 104 έχουμε έναν νεκρό.» Μουρμούρισα .......
Ε! Λοιπόν δεν ήταν και οι καλύτερες συνθήκες για να κάνουν οκτώ παιδιά - βάζω και τον εαυτό μου μέσα στο «παιδιά»- την πρακτική τους στα ξενοδοχειακά, όταν με τις πρώτες αφίξεις είχαμε πέντε δίκλινα και ένα μονόκλινο κατειλημμένο....... από νεκρό πελάτη. 
Τον Ιταλό που πέθανε από καρδιακή ανακοπή. 
Είχαμε επί πλέον έναν εξαφανισμένο διευθυντή του ξενοδοχείου τον Αριστείδη Αχλαδιώτη που σύμφωνα με τον Ενωμοτάρχη είχε δολοφονηθεί από κάποιον Κερκυραίο πέρυσι το καλοκαίρι δηλαδή το 1967, λίγους μήνες μετά την επιβολή του στρατιωτικού νόμου από την κυβέρνηση της χούντας. 
Εκτός αυτού μέσα στο γραφείο του Διευθυντή βρήκαμε ανοιγμένη συστημένη επιστολή με χθεσινή ημερομηνία. Τώρα ποιος άνοιξε την επιστολή; Ποίος υπέγραψε με αρχικά «Α.Α»;(Αριστείδης Αχλαδιώτης;) Και ποιος ήταν ο ηλικιωμένος τύπος που ήρθε και μου χτύπησε την πόρτα την πρώτη νύχτα που φτάσαμε στην Ηγουμενίτσα και διάλεξα το Δωμάτιο 104 για κοιμηθώ; Και το πέδιλο το δερμάτινο που μπλέχτηκε στα πόδια μου εκεί στο δωμάτιο εκείνο; Τίνος ήταν;
Την ώρα που ο Ενωμοτάρχης με τους χωροφύλακες έφευγαν για να πάνε να ρυθμίσουν όλα όσα έπρεπε να γίνουν για την μεταφορά του νεκρού στην πατρίδα του, που από τότε έμαθα πόσο χρονοβόρα διαδικασία ήταν, γύρισε και μας φώναξε:
«Παιδιά! Να προσέχετε. Το νου σας! Δεν ξέρουμε ποιος είναι αυτός ο ηλικιωμένος με το σταφιδιασμένο μούτρο που λέει ο ψηλός ότι είδε. Μπορεί να είναι και ο φονιάς του Αχλαδιώτη. Μη ξεχνάτε δεν τον έχουμε συλλάβει.....Αλλά να μη σας τρομάζω τώρα. Άιντε γεια θα τα ξαναπούμε.....»
«Ωραίααααα!! Τώρα μας ηρέμησε ο .....μούσκαρος» μουρμούρισε ο Μανώλης
«Σςςςς. Πιο σιγά είπε η Μιρέλα.»
«Παιδιά μεσημέριασε» είπα«Πάω στο εστιατόριο να δω αν είναι όλα έτοιμα».


Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα ο Γιώργος ο συμφοιτητής μας με τους δυο επαγγελματίες σερβιτόρους είχαν τα πάντα υπό τον έλεγχό τους. Και σιγά την πελατεία που είχαμε! Δέκα πελάτες όλοι κι όλοι. 
Ο νεκρός βέβαια δεν μέτραγε......έτσι ήθελα να πιστεύω εκείνη την στιγμή.
Πήγα στην ρεσεψιόν. Κάθισα κι έκανα λίγη παρέα στην Γεωργία που είχε απογευματινή βάρδια. Ήταν ένα στρουμπουλό κορίτσι με πολύ όμορφα καστανά μάτια και μαλλιά πάντα δεμένα κότσο. Δεν ξέρω πως θα έχει εξελιχθεί τώρα.
Της άρεσε να κάνει παρέα μαζί μου γιατί ήθελε να εξασκεί τα γαλλικά της που ήταν πολύ καλά. 
Το βραδάκι συννέφιασε κι έπιασε ένας δυτικός άνεμος να φυσάει. Το εστιατόριο δούλευε μια χαρά. Τώρα σέρβιρα κι εγώ μαζί με τους επαγγελματίες σερβιτόρους. Το σερβίς τέλειωσε γρήγορα.
Όσο νύχτωνε ο δυτικός αέρας που φυσούσε όλο το απόγευμα δυνάμωνε. Είχε γίνει πραγματικά ενοχλητικός. 
Ο Μανώλης είχε πιάσει την νυχτερινή βάρδια. Και καθόταν πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν κι έλυνε σταυρόλεξα. Όταν μπήκα σήκωσε το κεφάλι του και γελώντας φώναξε: «Ρε παλιόγερε δεν έχεις ύπνο;» 
«Μου έχει σπάσει τα νεύρα αυτός ο αέρας»
«Είναι ο Ζέφυρος» πέταξε εκείνος όλος περηφάνια «αλλά που να τα ξέρετε αυτά εσείς οι Κάφροι» πρόσθεσε. 
Φυσούσε τόσο δυνατά που άκουγα τα καλώδια του ρεύματος έξω να χτυπάνε το ένα με το άλλο και τα κλαδιά ενός δέντρου που φύτρωνε δίπλα στην ρεσεψιόν να ξύνουν την τζαμαρία. 
Ο Μανώλης σηκώθηκε και με πλησίασε. Ένιωσα ότι κάτι ήθελε να μου πει. 
«Ρε Χριστόφορεεεε.......ήθελα να σου πω μωρέ.......»
«Τι είναι Μανώλη; Έγινε κάτι;» ρώτησα ανήσυχος
«Όχι ρε γέρο. Τίποτα ....να ...... όμως θυμάσαι που φώναζες προχθές για μια σκακιέρα που έλεγες πως υπήρχε εδώ και μετά την ψάχναμε και δεν την βρίσκαμε;»
«Πως δε θυμάμαι! Γιατί ρωτάς;»
«Να μωρέ Χριστόφορε, δεν ξέρω ρε συ αλλά να..... την βρήκα......»
Έμεινα κάγκελο. Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι είχα πλάσει με την φαντασία μου όλη την σκηνή με την σκακιέρα.
«Βρήκες την σκακιέρα Μανώλη;» Ρώτησα μάλλον επιθετικά. «Και που ήταν ρε Μανώλη;»
Εκείνος πήγε εκεί που καθόταν δίπλα στο τηλεφωνικό κέντρο, και άνοιξε ένα ντουλάπι ακριβώς από κάτω. Έβαλε το χέρι του μέσα και το έβγαλε κρατώντας μια μεγάλη ξύλινη σκακιέρα. Την ίδια που είχα δει κείνο το πρώτο βράδυ.
«Την πήρα στα χέρι μου. Τα πιόνια;» ρώτησα
Έβαλε ξανά το χέρι μέσα στο ντουλάπι κι έβγαλε ένα χαρτονένιο κουτί.
«Εδώ μέσα» μου είπε μαγκωμένος. 
«Και δε μου λες Μανώλη....παίξαμε ή δε παίξαμε σκάκι εκείνο το βράδυ;»
«Ίντα να σου μωρέ Χριστόφορε. Φαίνεται ότι......παίξαμε.» Άνοιξε το κουτί με τα πιόνια. διστακτικά. Μέσα είχε κι ένα πακέτο τσιγάρα «ΑΣΣΟΣ ΦΙΛΤΡΟ».
«Τουτανέ έψαχνα να βρώ ......και τα βρήκα....εκεί μέσα....» 
«Δηλαδή ρε Μανώλη εκείνο το βράδυ παίξαμε ή δε παίξαμε σκάκι;»
«Ιντά να πω; Εγώ δε θυμούμαι να παίξαμε αλλά πως βρέθηκαν τα τσιγάρα μου μέσα στο κουτί;»
«Και δε μου λες Μανώλη» είπα αρκετά εκνευρισμένος αλλά και απορημένος συνάμα γιατί έβλεπα τον γνήσιο προβληματισμό του ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, «ξέρεις να παίζεις σκάκι ή όχι;»


Δε πρόλαβε να απαντήσει. Χτύπησε το τηλέφωνο και άπλωσε το χέρι του να απαντήσει.... αλλά έμεινε μετέωρο..... Γυρίζει και με κοιτάει: 
«Χριστόφορε...... κοίτα......» μου λέει δείχνοντας μου τον πίνακα του τηλεφωνικού κέντρου.
Πλησιάζω σκύβω και βλέπω..... το 104 να καλεί. Το φωτάκι του αναβόσβηνε!
«Ο....νεκρός......» ψέλλισε ο Μανώλης.
Το τηλέφωνο καλούσε, μπλιπ μπλιπ μπλιπ μπλιπ με επιμονή. 
«Να πάρει ο διάολος» Είπα 
«Σουςςς» μου κάνει ο Μανώλης «μη βλαστημάς!»
Μπλιπ μπλιπ το τηλέφωνο. 
«Σήκωσε» το λέω στο Μανώλη
«Εσύ να το σηκώσεις. Είσαι μεγαλύτερος.»
«Εντάξει» του λέω σύνδεσέ με 
Βάζει το βύσμα. 
«Reception here!» είπα μόνο.
Ένας βαθύτατος αναστεναγμός ακούστηκε. Σαν κάποιος να πονούσε πολύ. 
Πέταξα το τηλέφωνο. Ήταν σχεδόν η ίδια σκηνή με την πρώτη νύχτα. Μόνο που τότε δεν υπήρχε πτώμα στο δωμάτιο.
«Μα τι είναι Χριστόφορε; »
«Δεν δεν..... δεν έχω ιδέα» ψέλλισα
Ο Μανώλης διέκοψε την σύνδεση. Αλλά το τηλέφωνο συνέχιζε να καλεί: Μπλιπ, μπλιπ μπλιπ. Εκείνη την στιγμή μπήκε ο νεαρός νυχτοφύλακας. Ο γαμπρός του μάγειρα του κυρ Μήτσου.


Μας είδε αναστατωμένους.
«Τι είναι βρε παιδιά; Τι τρέχει;»
Ο Μανώλης με κοίταξε ερωτηματικά.
«Πες του» είπα
«Ελα να δεις» είπε ο Μανώλης στο νυχτοφύλακα 
Μπλιπ μπλιπ μπλιπ το τηλέφωνο.
Ο νυχτοφύλυκας πλησίασε. Παραμέρισα για να του κάνω χώρο. Είδε το φωτάκι του 104 να αναβοσβήνει. 
«Εκεί δεν έιναι που βάλατε τον νεκρό Ιταλό;» ρώτησε.
«Εκεί» απάντησε ο Μανώλης.
«Μα πως;......» έκανε να ρωτήσει ο νυχτοφύλακας.
«Δε μου λες;» τον έκοψα« έχεις φακό;»
«Εμ πως! Γίνεται να μη έχω;» απάντησε εκείνος θιγμένος. 
«Λοιπόν» είπα αποφασιστικά «θα πάμε μαζί οι δυο μας να δούμε. Εσύ Μάνώλη να μείνεις εδώ»
«Πριτς!!! Σε γελάσανε που θα μείνω επαέ μοναχός μου να βαράει τούτος ο διάολος μέσ τα αυτιά μου. Θα έρθω μαζί σας.»
«Ναι.....αλλά.....» πήγα να πω
«Κουβέντα δεν ακούω. Θα πάμε μαζί και οι τρεις.»


Κλείδωσε την πόρτα της ρεσεψιόν και βγήκαμε έξω. Κοίταξα ασυνάισθητα την ώρα. Είχε πάει έντεκα. Ο αέρας είχε θερίεψει. Σε δυσκόλευε ακόμη και περπατήσεις. Οι θάμνοι και τα δέντρα γύρω στριφογύριζαν σα να χορεύουν έναν πρωτόγονο χωρό. Κάποια πόρτα ή παραθυρόφυλλο κάπου χτυπούσε ρυθμικά. 
Μόνο τα φώτα στα δρομακια προς τα δωμάτια ήταν αναμμένα. Φτάσαμε κάτω από το δωμάτιο 104. Ανεβήκαμε τις σκάλες που οδηγούσαν στο δωμάτιο. Κάτω στο υπόστεγο ήταν το αμάξι με το οποίο είχε φτάσει ο μακαρίτης.
Όταν φτάσαμε έξω από την πόρτα που έγραφε με μπρούντζινα γράμματα 104, σταθήκαμε. Εγώ έβαλα το αυτί μου στη πόρτα να αφουγκραστώ. Δεν άκουγα τίποτα, με όλον αυτόν το χαλασμό που έκανε ο άνεμος γύρω μας.
Κοίταξα την πόρτα. Πάνω- πάνω εκεί που ενωνόταν με τον τοίχο είχε μερικές ξύλινες γρίλιες. Προφανώς για να παίρνει αέρα το δωμάτιο. Ήταν μισάνοιχτες.
«Κάνε μου σκαμνάκι» είπα στον νυχτοφύλακα. Εκείνος αφού έδωσε τον φακό του στον Μανώλη ένωσε τα δυο του χέρια. Πάτησα πάνω και είδα ότι έφτανα άνετα στο ύψος που ήταν οι γρίλιες. Είδα ότι ήταν κινητές. Μπορούσες να τις ανοίξεις όσο ήθελες άλλα και να τις κλείσεις τελείως.
«Μανώλη δόμου τον φακό.» 
Εκείνος άπλωσε το χέρι σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και μου τον έδωσε. Τον άναψα και τον σήκωσα στο ύψος της πρώτης γρίλιας. Στόχευσα με προσοχή μέσα στο δωμάτιο. Ακολούθησα με το βλέμμα το φως που μισοφώτισε το εσωτερικό του 104. 
Αμέσως είδα στο πλησιέστερο προς την πόρτα κρεββάτι το ξαπλωμένο ακίνητο σώμα σκεπασμένο από πάνω μέχρι κάτω με ένα λευκό σεντόνι . Ο νεκρός Ιταλός. Κίνησα τον φακό στο υπόλοιπο δωμάτιο αργά αργά. Τίποτα το παράξενο. 
Φώτισα το διπλανό κρεββάτι. Άδειο βέβαια. Προχώρησα το φως αργά, αργά προς το κομοδίνο του άλλου κρεβατιού και............... το ακουστικό του τηλεφώνου δεν ήταν πάνω στην βάση του! Ήταν ακουμπισμένο στο ξύλο του κομοδίνου....
«Θεέ μου!» ψέλισσα
«Τι, τι είναι;» ρώτησε ο νυχτοφύλακας
«Το τηλέφωνο.....το τηλέφωνο ......είναι...είναι ανοιχτό!» είπα με κομμένη την ανάσα
«Παναζία μου» φώναξε ο Μανώλης
«Σςςςς μη φωνάζεις» ψιθύρισα. Την ίδια στιγμή όμως..... μια γρήγορη κίνηση σαν σκιά μου απέσπασε την προσοχή. Κάτι σαν μακρύ ευκίνητο χέρι απλώθηκε και πέρασε πάνω από την συσκευή και χάθηκε. 
«Μα τι στο διάολο» μουρμούρισα. Έριξα το φως μου πέρα από το κομοδίνο και ...... είδα....που να πάρει η οργή ....είδα την κουρτίνα της μισάνοιχτης μπαλκονόπορτας -όπως διέταξε ο Ενωμοτάρχης - να ανεμίζει και να χορεύει με χάρη περνώντας κάθε τόσο πάνω από το τηλέφωνο. Η κουρτίνα είχε ρίξει το ακουστικό. Αρχισα να γελάω σα τρελός και να λέω: «Η κωλοκουρτίνα, η κωλοκουρτίνα τηλεφωνεί!» φώναξα
Οι δυο από κάτω μάλλον θα νόμισαν ότι τρελάθηκα. 
«Μα ίντα λες μωρέ τρελόγερε. Κατέβα κάτω μωρέ!» Γελώντας ακόμη παρακολουθούσα μέσα απ΄το αμυδρό φως την κουρτίνα να χορεύει στο δωμάτιο με τον νεκρό. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα απ τα γέλια. Ένιωθα τον νυχτοφύλακα να τρέμει από την προσπάθεια να με κρατήσει και αποφάσισα γελώντας ακόμη να κατέβω ρίχνοντας μια τελευταία φορά το φως του φακού στο δωμάτιο.... και το γέλιο πέτρωσε πάνω στο πρόσωπό μου. 
Στην αριστερή γωνία του δωματίου εκεί που δεν είχε πάει προηγουμένως το φως του φακού.....στεκόταν μια φιγούρα. 
Έχασα την ισορροπία μου από το ξάφνιασμα. Ο νυχτοφύλακας δε μπόρεσε να με κρατήσει και έπεσα χτυπώντας τον δεξί μου ώμο στον τοίχο του διαδρόμου και βρέθηκα χάμω. Έπνιξα μια κραυγή πόνου. «Μανώλη, Μανώλη, γρήγορα αντικλείδι» φώναξα παρά τον φρικτό πόνο.
«Τι είναι; Τι έπαθες;» ρώτησε ο νυχτοφύλακας
«Μα η Χωροφυλακή......»
«Χεσ' την Χωροφυλακή ωχ ωχ!» φώναξα βογκώντας «Την πόρτα γρήγορα,»
Ο νυχτοφύλακας βλέποντας με σε αυτήν την κατάσταση έβγαλε έναν κρίκο με κλειδιά. Διάλεξε ένα βιαστικά. Το έβαλε στην πόρτα και ξεκλείδωσε. Εγώ σηκώθηκα με κόπο κρατώντας με το αριστερό μου χέρι τον πονεμένο μου ώμο. Μπήκα μέσα πρώτος. Έκανα δυο βήματα στο εσωτερικό του δωματίου. Οι άλλοι δυο με ακολούθησαν. 


«Ανάψτε το φως είπα» ήρεμα
Το δωμάτιο πλημμύρισε στο φως. Το κατάλευκο σεντόνι που σκέπαζε τον όγκο του νεκρού στο κρεββάτι, κυμάτιζε ανάλαφρα από τον αέρα που έμπαινε από την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα. Στην γωνία δίπλα στην μπαλκονόπορτα στεκόταν....ακίνητη σα μαρμαρωμένη μια λιγνή μικρόσωμη ανδρική μορφή.
Ο Μανώλης με πλησίασε και μου ψιθύρισε: «Ο Αχλαδιώτης!»
Πράγματι αναγνώρισα κι εγώ το πρόσωπο που είχα δει στην φωτογραφία που είχε το έγγραφο του ΕΟΤ εκεί στο γραφείο του Διευθυντή που όριζε τον Αριστείδη Αχλαδιώτη, διευθυντή του ΞΕΝΙΑ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ.
Μόνο που ο Αχλαδιώτης ήταν νεκρός. Δολοφονημένος και δε γινόταν να είναι εκεί τώρα.
«Ποιος είσαι;» ρώτησα απαλά. Με τρόμαζε ακόμη και η ίδια φωνή μου.
Καμιά απάντηση. 
«Μη φοβάσαι.» είπα ξανά. «Πες μας ποιος είσαι. » ρώτησα
Η φιγούρα κινήθηκε με πλάγια βήματα ανάλαφρα βήματα στο ένα του πόδι φορούσε δερμάτινο πέδιλο. Έφτασε στη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα μας έριξε ένα βλέμμα. 
«Θα τα ξαναπούμε» ψιθύρισε ή μου φάνηκε εμένα και βγήκε έξω.
Τρέξαμε ξοπίσω του. Αλλά είχε χαθεί στο σκοτάδι σαν να τον πήρε ο δυνατός ζέφυρος που φυσούσε. 
Γυρίσαμε πίσω στο δωμάτιο. Είμαστε και οι τρεις βουβοί. Εγώ πάντως ακόμη και σήμερα, τώρα που γράφω τούτες τις γραμμές δεν ξέρω να πω τι αισθανόμουν εκείνη την στιγμή που ξαναμπήκαμε στο δωμάτιο με το σκεπασμένο κουφάρι του Ιταλού. Τραβήξαμε την μπαλκονόπορτα όπως την είχαμε βρεί. Και προχωρήσαμε να βγούμε και να κλειδώσουμε, όταν ο Μανώλης έσκυψε στο πάτωμα και σήκωσε ένα χαρτί από χάμω. Του έρριξε μια ματιά και χωρίς να πει λέξη μου το έδωσε.
Ήταν η ανοιγμένη συστημένη επιστολή που είχαμε βρει στο γραφείο του διευθυντή του ξενοδοχείου το πρωί μαζί με τον Ενωμοτάρχη. Μόνο που τώρα δίπλα στα αρχικά «Α.Α» η σημείωση «Φακ. Αρχείου» είχε διαγραφεί και από κάτω της είχε προστεθεί με τα ίδια γράμματα η φράση: «Παραλήπτης Ανύπαρκτος»!!
Όταν γυρίσαμε στη ρεσεψιόν και ο νυχτοφύλακας έφυγε ρώτησα τον Μανώλη: 
«Πως σου φανήκανε όλα αυτά;»
Εκείνος δε απάντησε. Μου έδειξε με τον τρόπο του ότι δεν ήθελε να μιλήσουμε γι αυτό. Και δεν ξαναμιλήσαμε. 
Το χαρτί του ΕΟΤ το έβαλα στο γραφείο του Διευθυντή πίσω μέσα στον φάκελο του. Εκεί είδα και το μονό δερμάτινο πέδιλο, δίπλα στην πόρτα, εγκαταλειμμένο.
Το τι απέγινε ο σταφιδιασμένος γέρος που μου χτύπησε την πόρτα και ποιος ήταν θα πρέπει να παραμείνει στα ανεξήγητα της ζωής μου. Ο Μανώλης μέχρι που αποφοιτήσαμε δεν θέλησε όσες φορές κι αν τον πίεσα να μιλήσει για την βραδιά εκείνη. Άλλωστε έχω χρόνια να τον δω.
Εγώ ο ίδιος δεν είχα αναφερθεί ποτέ πριν σε αυτό το περιστατικό. Είναι η πρώτη φορά που το διηγούμαι. Και δεν θα το ανέφερα ούτε τώρα αν ύστερα από 30 χρόνια από τότε δεν ......

Σάββατο 25/1/1997 
09:15 πμ

Ήμουνα στη οδού Σπύρου Λούη με το παλιό μου Ford Fiesta μπροστά από Ολυμπιακό Στάδιο και πήγαινα στο σταθμό ΕΙΡΗΝΗ του Ηλεκτρικού να πάρω μια Πολωνέζα κοπέλα που μας βοηθούσε στο σπίτι. 
Ο δρόμος ήταν έρημος εκείνη την ώρα σαββατιάτικα πρωί πρωί. Είχα βάλει στο ραδιόφωνο έναν σταθμό με ωραία μουσική και πήγαινα αργά στην δεξιά λωρίδα αμέριμνος. 
Ξαφνικά βλέπω στο καθρεφτάκι, πίσω και αριστερά μου να πλησιάζει μια μεγάλη BMW με μεγάλη ταχύτητα. Όταν έφτασε στο ύψος του αριστερού φτερού μου, την βλέπω να κάνει μια παράξενη κίνηση και αμέσως μετά πέφτει πάνω μου με όλη της την ταχύτητα. 
Το χτύπημα στο αριστερό φτερό με έβγαλε από την τροχιά μου και με οδήγησε με μεγάλη φόρα πάνω στις μεταλλικές μπάρες που χώριζαν τον δρόμο. 
Χτύπησα με φοβερή ορμή πάνω τους που έσπασαν και ένα κομμάτι μάλιστα μπήκε από το δεξί τζάμι και πέρασε μερικά εκατοστά δίπλα από το κεφάλι μου. Όλα κράτησαν δευτερόλεπτα. Αυτό που λένε ότι σε τέτοιες στιγμές ολόκληρη η ζωή σου περνάει μπροστά σου σαν κινηματογραφική ταινία είναι αλήθεια.
Δεν μπορούσα να κουνήσω και ανέπνεα με δυσκολία. Αίμα έτρεχε από τη δεξιά πλευρά του στέρνου μου και ένιωθα ότι θα χάσω τις αισθήσεις μου, όταν ένιωσα κάποιον να σπάει με κάποιο τρόπο την πόρτα του οδηγού και να με βγάζει με προσοχή ξεμπλέκοντας τα πόδια μου από τα διάφορα καλώδια που είχαν χυθεί στο δάπεδο. Ύστερα με την βοήθεια δυο τριών περαστικών με βάζουν στο ταξί του ανθρώπου που με έβγαλε από το διαλυμένο αμάξι. Ο ταξιτζής σωτήρας μου, με πήγε στο Νοσοκομείο Υγεία επειδή ήταν το πιο κοντινό. Ήταν από όσο μπορούσα να δω στην κατάσταση που βρισκόμουν, ένας νέος άνδρας γύρω στα 30. 
Περίμενε ο άνθρωπος μέχρι να μου δώσουν κάποιο παυσίπονο -γιατί ο πόνος ήταν φοβερός καθώς είχα σπάσει όλα μου τα πλευρά δεξιά και είχε τρυπήσει ο πνεύμονας μου - για να του δώσω το τηλέφωνο της γυναίκας μου ή κάποιου δικού μου να καλέσει.
Ο πόνος, με τα ισχυρά παυσίπονα είχε κάπως καταλαγιάσει αλλά δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Την ώρα που του έδινα μιλώντας με κόπο, το τηλέφωνο του μαγαζιού της γυναίκας μου, κάτι μου θύμισε η φυσιογνωμία του και τον ρώτησα: 
«Πως σας λένε;» 
«Αριστείδη» μου είπε
«Το άλλο σας;» ξαναρώτησα
«Αχλαδιώτης» απάντησε χαμογελώντας
«Αριστείδης Αχλαδιώτης;» ψιθύρισα με δέος.
«Τι πάθατε;» ρώτησε βλέποντας το ύφος μου.
«Τίποτα.» είπα προσπαθώντας να ανασάνω με τον ένα πνεύμονα. «Κάποτε πριν από χρόνια στην Ηγουμενίτσα σε ένα ξενοδοχείο εμμ είχα...... εμμ εμμμ γνωρίσει έναν Αριστείδη Αχλαδιώτη» είπα εξαντλώντας όλες μου τις δυνάμεις.
«Ω! Μα τότε θα γνωρίσατε τον πατέρα μου. Δούλευε στα ξενοδοχεία. Πέθανε πριν γεννηθώ. Γι αυτό μου δώσανε το όνομά του.» 
Ο άνθρωπος αυτός, έχασε όλο του πρωινό πηγαινοφέροντας την γυναίκα μου για τις διάφορες διατυπώσεις. Δεν δέχτηκε να πάρει ούτε δραχμή. Έκανα τότε τέσσερεις χειρουργικές επεμβάσεις. Κάθε μέρα έπαιρνε τηλέφωνο για μάθει πως ήμουνα. Όσες φορές του είχα ζητήσει να έρθει για να τον ευχαριστήσω για όσα έκανε για μένα, πάντα που απαντούσε: 
«Για την ψυχή του πατέρα μου τα έκανα..»

«Θα τα ξαναπούμε είχε πει τότε εκείνη η μορφή το 1968 καθώς έβγαινε από το ΔΩΜΑΤΙΟ 104 του ΞΕΝΙΑ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ και εξαφανίστηκε μέσα στην νύχτα", σκέφθηκα....χάνωντας τις αισθήσεις μου.
Ίσως να κράτησε την υπόσχεσή, τελικά .....!
Read More »

37.303 τροχαίες παραβάσεις μέσα σε μια εβδομάδα

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024

37.303 τροχαίες παραβάσεις μέσα σε μια εβδομάδα


Σχέδιο ειδικών στοχευμένων δράσεων με τρεις βασικές κατευθύνσεις, υλοποιεί η Ελληνική Αστυνομία, με στόχο την πρόληψη, αποτροπή και αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, της ενδοοικογενειακής βίας και της παραβατικότητας ανηλίκων, καθώς και τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας των πολιτών.

Ειδικότερα, την περασμένη εβδομάδα από 16 έως 22 Δεκεμβρίου 2024, για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, δραστηριοποιήθηκαν οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, και ιδιαίτερα τα επιχειρησιακά Γραφεία Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας, που επιλαμβάνονται στην πλειονότητα των περιστατικών.

Στο πλαίσιο αυτό οι αστυνομικοί σε όλη τη χώρα ανταποκρίθηκαν σε 676 κλήσεις στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης και χορηγήθηκε σε 106 γυναίκες θύματα η εφαρμογή του Panic Button. Συνολικά, διαχειρίστηκαν 346 περιστατικά, για τα οποία πραγματοποιήθηκαν 215 συλλήψεις, ενώ παράλληλα μεταφέρθηκαν 4 θύματα σε δομή με όχημα της Ελληνικής Αστυνομίας και 18 θύματα σε ιατροδικαστή ή νοσοκομείο.

Υπενθυμίζεται ότι, με μέριμνα της Ελληνικής Αστυνομίας, στην περιφέρεια κάθε Διεύθυνσης Αστυνομίας σε όλη την επικράτεια, έχουν εξασφαλιστεί ένας ή περισσότεροι ειδικά διαμορφωμένοι χώροι που λειτουργούν ως “safe houses”, για τη βραχυπρόθεσμη ασφαλή φιλοξενία γυναικών-θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, καθώς και μελών της οικογένειας τους, όπως τα ανήλικα παιδιά τους, που χρειάζονται προστασία (σχετ. η από 12-04-2024 Ανακοίνωση).

Παράλληλα, για την πρόληψη και αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας και της βίας μεταξύ ανηλίκων, με σκοπό την ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας των ίδιων αλλά και των γονέων τους, εφαρμόζονται δράσεις ήπιας αστυνόμευσης, από εκπαιδευμένες γυναίκες και άντρες αστυνομικούς, σε γειτονιές, πλατείες και σημεία που συγκεντρώνονται νέοι και έχουν σημειωθεί περιστατικά.

Έτσι, σε όλη την επικράτεια, έχουν πραγματοποιηθεί:
  • 5.578 έλεγχοι ατόμων,
  • 295 προσαγωγές,
  • 166 συλλήψεις, ενώ
  • βεβαιώθηκαν 232 παραβάσεις.
Προς την ίδια κατεύθυνση, συνεχίζονται οι στοχευμένες αστυνομικές δράσεις για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας καθώς και τη βελτίωση του επιπέδου οδικής ασφάλειας των πολιτών.
Για το λόγο αυτό, δραστηριοποιούνται κλιμάκια με τη συμμετοχή αστυνομικών εμφανούς και αφανούς αστυνόμευσης, από διάφορες Υπηρεσίες, λαμβάνοντας υπόψη τα τοπικά επιχειρησιακά σχέδια και δίνοντας έμφαση σε περιοχές και οικισμούς όπου παρατηρούνται αυξημένα περιστατικά παραβατικότητας.

Πιο αναλυτικά, κατά τη διάρκεια των δράσεων για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας σε ολόκληρη τη χώρα, από 16 έως 22 Δεκεμβρίου 2024, πραγματοποιήθηκαν 512 ειδικές αστυνομικές επιχειρήσεις, κατά τις οποίες:
  • ελέγχθηκαν 108.170 άτομα,
  • προσήχθησαν 3.952 και
  • συνελήφθησαν 1.703.
Επίσης, ενδεικτικά εξιχνιάστηκαν 242 κλοπές – διαρρήξεις, 20 απάτες, 39 κλοπές τροχοφόρων, 37 ληστείες καθώς και 215 υποθέσεις περί όπλων και 258 περί ναρκωτικών.

Περαιτέρω, οι υπηρεσίες Τροχαίας πραγματοποίησαν ειδικές εξορμήσεις και στοχευμένους ελέγχους, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, για την αντιμετώπιση παραβατικών και επικίνδυνων-αντικοινωνικών οδηγικών συμπεριφορών, με στόχο την ομαλή και ασφαλή κίνηση των πολιτών και τη διασφάλιση της ανθρώπινης ζωής.

Διενεργήθηκαν 142.147 τροχονομικοί έλεγχοι οχημάτων και βεβαιώθηκαν 37.303 παραβάσεις, για τις οποίες επιβλήθηκαν τα ανάλογα διοικητικά πρόστιμα.

Ενδεικτικά, οι παραβάσεις που βεβαιώθηκαν, μεταξύ άλλων, αφορούν:
  • 16.322 για παράνομες σταθμεύσεις,
  • 6.978 για υπερβολική ταχύτητα,
  • 1.783 για μη χρήση κράνους,
  • 1.644 για στέρηση άδειας ικανότητας οδήγησης,
  • 1.412 για μη χρήση ζώνης ασφαλείας,
  • 824 για ΚΤΕΟ,
  • 724 για μέθη και
  • 382 για χρήση κινητού τηλεφώνου κατά την οδήγηση.
Οι στοχευμένες αυτές δράσεις θα συνεχιστούν με αμείωτη ένταση για τη βελτίωση του επιπέδου οδικής ασφάλειας, την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας, την καλύτερη δυνατή προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και ώστε κανένα παιδί να μη νιώθει απροστάτευτο και μόνο.
Read More »

«Καλήν εσπέραν, Άρχοντες» – Ο διαδραστικός χάρτης με τα κάλαντα όλης της Ελλάδας

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024

«Καλήν εσπέραν, Άρχοντες» – Ο διαδραστικός χάρτης με τα κάλαντα όλης της Ελλάδας


Η ρίζα της λέξης κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα και παραπέμπει στην Πρωτοχρονιά του Ιανουαρίου, όταν, δηλαδή, ξεκίνησε να γιορτάζεται κατά τη Ρωμαϊκή εποχή (2ο π.Χ. αιώνα), ενώ έως τότε εορταζόταν τον Μάρτιο.

Τι είναι όμως τα κάλαντα και πώς εξελίχθηκαν στη σημερινή τους μορφή;

Οι λαογράφοι κάνουν λόγο για εθιμικά τραγούδια του λαού που ψάλλονται από μικρά παιδιά και από ενήλικους άνδρες την παραμονή των τριών μεγάλων γιορτών της Χριστιανοσύνης. Οι καλαντιστές τριγυρνούν είτε μόνοι, είτε κατά ομάδες (φίλων, σχολείων, σωματείων, χορωδιών, ακόμα και ομίλων) και επισκέπτονται σπίτια, καταστήματα, δημόσιους χώρους κλπ με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου μεταλλικού τριγώνου, αλλά και άλλων μουσικών οργάνων.

Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό, στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που αναμένεται και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστική είναι η καθαρεύουσα γλώσσα στην οποία ψάλλονται, αποδεικνύοντας την άμεση σύνδεσή τους με τους Βυζαντινούς χρόνους και τις Καλένδες του Ιανουαρίου, που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.

Οι στίχοι των καλάντων εξιστορούν μυθοποιημένα τα ιστορικά γεγονότα κι αναφέρονται σε μια σειρά από έθιμα και δοξασίες του λαού, όπως π.χ. για τους καλικάντζαρους κα. Οι καλαντιστές εύχονται μ΄ αυτό τον τρόπο υγεία, χαρά, ευτυχία, τύχη, προκοπή και καλή σοδειά όσους επισκέπτονται.

Τα κάλαντα ως έθιμο στην Ελλάδα

Τα κάλαντα είναι το μοναδικό έθιμο που διατηρείται ακόμη ακέραιο σε ολόκληρη τη χώρα, ηπειρωτική και νησιωτική, με αμέτρητες παραλλαγές (έχουν καταμετρηθεί γύρω στις 30) και προσαρμογή στον τοπικό χαρακτήρα κάθε περιοχής (εθνικά ή αστικά, τοπικά ή παραδοσιακά). Σήμερα, εκτός από τα πατροπαράδοτα κάλαντα έχουν καθιερωθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά από τα οποία έχουν μεταγλωττιστεί στα ελληνικά και χρησιμοποιούνται συχνά, επιπρόσθετα με τα παραδοσιακά.

Πατώντας πάνω στον νομό, βγαίνει βίντεο με τα τοπικά κάλαντα της περιοχής!
Read More »

To πρόγραμμα των ιερών ακολουθιών του Αγίου Δωδεκαημέρου στον Μητροπολιτικό Ι.Ν του Αγ. Δονάτου μέχρι Τρίτη 07/01

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024

To πρόγραμμα των ιερών ακολουθιών του Αγίου Δωδεκαημέρου στον Μητροπολιτικό Ι.Ν του Αγ. Δονάτου μέχρι Τρίτη 07/01


Ενόψει των μεγάλων Εορτών του Αγίου Δωδεκαημέρου, Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων, στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Δονάτου στην Παραμυθιά, θα τελεσθούν οι Ιερές Ακολουθίες ως εξής:

Ανήμερα της Εορτής των Χριστουγέννων θα τελεσθεί όρθρος και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία ιερουργούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Σεραπίωνα από τις 6.00 π.μ. έως 9.30 π.μ.

Αναλυτικά:

• Τρίτη 24.12: 6,30-9,30 π.μ. Όρθρος, Ακολουθία των Μεγάλων ωρών, εσπερινός και Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.
• Τετάρτη 25.12: 6.00-9,30 π.μ. Όρθρος και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
• Πέμπτη- Παρασκευή 26-27 7.00- 9,30 π.μ. Ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
• Τρίτη 31.12: 5.00 μ.μ. Εσπερινός
• Τετάρτη 01.01: 7.00 π.μ. Όρθρος και η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. 10.00 π.μ. Δοξολογία επί τη ενάρξει του Νέου Έτους και κοπή Βασιλόπιτας της ενορίας μας.
• Παρασκευή:3-1 7.30 π.μ Όρθρος, Ακολουθία των Μεγάλων ωρών,
• Κυριακή 05.01: 6.45 π.μ. Όρθρος, Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.Τέλεση Μεγάλου Αγιασμού.
• Δευτέρα 6-1: Όρθρος, Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και ο Μεγάλος Αγιασμός των Θεοφανείων.
• Τρίτη 7-1: Ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Read More »

Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα, στην Ήπειρο των παραδόσεων

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024
Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα, στην Ήπειρο των παραδόσεων


Τα χιλιάδες πολύχρωμα λαμπιόνια που στολίζουν τις γειτονιές και τις πλατείες, σε κάθε χωριό ή πόλη, τα χριστουγεννιάτικα δένδρα, οι ευρηματικές ιδέες συλλόγων με τις μουσικές και τα κεράσματα, οι μυρωδιές από τα ζαχαροπλαστεία και τους φούρνους, δημιουργούν γιορτινή ατμόσφαιρα, γεμίζουν φως και ελπίδα τον κόσμο και τον προετοιμάζουν για τη Γέννηση του Θεανθρώπου και τον ερχομό της νέας Χρονιάς.

Μέσα σε αυτόν τον γιορτινό καμβά, στην Ήπειρο των παραδόσεων, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, που έρχονται από το βάθος του χρόνου, αποτυπώνουν την πτυχές της πολιτιστικής και πολιτισμικής ταυτότητας του τόπου, καθώς είναι άμεσα συνυφασμένα με τις συνθήκες του μακρινού παρελθόντος, με τις αρχές και τις αξίες των περασμένων γενεών.

Οι Ηπειρώτες είχαν βαθειά πίστη. Το «σαρανταήμερο» έκαναν νηστεία, δηλαδή από τις 15 Νοεμβρίου έως και τις 24 Δεκέμβρη, για να υποδεχτούν την Γέννηση του Χριστού. Ακόμη και σήμερα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που με ευλάβεια τηρούν τη νηστεία.

Τα έθιμα των Χριστουγέννων για κάθε οικογένεια άρχιζαν με το σφάξιμο του χοίρου, που σε ορισμένες περιοχές ήταν ιεροτελεστία. Το χοιρινό είχε εξέχουσα θέση στο γιορτινό τραπέζι αλλά και στα γλέντια που γίνονταν ανήμερα των Χριστουγέννων στις πλατείες των χωριών.

«Τα σπάργανα του Χριστού», είναι το γλύκισμα - έθιμο που συναντάμε σε όλη την Ήπειρο και αναβιώνει έως σήμερα. Σε κάθε σπίτι ετοιμάζουν τα σπάργανα για το τραπέζι της παραμονής. Πρόκειται για χυλό από σταρένιο αλεύρι, που ψήνεται σε πυρωμένη πέτρα μέσα στο τζάκι, ενώ στη συνέχεια τις «τηγανίτες» αυτές μελώνουν σε ζαχαρόνερο, με καρύδια και κανέλα.

Είναι το γλύκισμα που τρώγεται το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Το έθιμο συμβολίζει τα σπάργανα του Ιησού στη φάτνη. Τα «σπάργανα του Χριστού» σε χωριά του Πωγωνίου τα λένε «λαλαγγίτες» και είναι το γλύκισμα για το τραπέζι της παραμονής.

Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι έως και σήμερα, σε πολλά σπίτια οι νοικοκυρές μαγειρεύουν τα «γιαπράκια». Είναι λαχανοντολμάδες με φύλλα από λάχανο και το φαγητό συμβολίζει το ‘φάσκιωμα’ του νεογέννητου Χριστού.

Το αναμμένο πουρνάρι και το έθιμο της φωτιάς
Το έθιμο ,συμβολίζει τους βοσκούς που πήγαν να προσκυνήσουν το θείο βρέφος και είχαν ανάψει ένα ξερό κλαδί για να βλέπουν μέσα στην νύχτα. Ένα πολύ παλιό έθιμο στην Ήπειρο, που συναντάται με μικρές παραλλαγές στις διάφορες περιοχές της.
Το έθιμο τηρείται κυρίως, στα χωριά της Άρτας. Ανήμερα Χριστούγεννα, όποιος επισκεφτεί φιλικό ή συγγενικό σπίτι για να ευχηθεί χρόνια πολλά, καθώς και οι παντρεμένοι, που θα πάνε στο πατρικό τους, κρατούν ένα κλαρί από πουρνάρι που το ανάβουν στον δρόμο. Τα φύλλα του καθώς καίγονται τρίζουν και η ευχή στον κάθε οικοδεσπότη είναι να μεγαλώνει η φαμίλια και να προκόβουν τα κοπάδια.
Στα Γιάννενα, δεν κρατούν το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους, αλλά στη χούφτα τους έχουν δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα. Όταν μπουν στο σπίτι, τα πετούν μέσα στο τζάκι και καθώς τα φύλλα καίγονται, πετάνε σπίθες. Τότε δίνεται η καλύτερη ευχή στον νοικοκύρη: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Δηλαδή, να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ' αφήσουν τ' όνομα το πατρικό να σβήσει.
Στο χωριό Πουρνιά της Κόνιτσας την παραμονή των Χριστουγέννων το παραδοσιακό «έθιμο της φωτιάς» δημιουργεί γιορτινή διάθεση. Το πρωί στην πλατεία του χωριού ανάβει μια μεγάλη φωτιά και ο κόσμος κρατώντας μαγκούρες στα χέρια, πηγαίνει σε όλα τα σπίτια του χωριού για τα κάλαντα . Οι νοικοκυρές προσφέρουν φρεσκοψημένα καρβέλια ψωμί.
Στην Αγία Παρασκευή της Κόνιτσας τα παιδιά την παραμονή έπαιρναν τις «τζιουμάκες», ξύλα από κρανιά, σαν μπαστούνι και χτυπούσαν με αυτό τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών για τα κάλαντα.
Τα περασμένα χρόνια στα χωριά της Ηπείρου επέστρεφαν για τις γιορτινές μέρες οι ξενιτεμένοι και στηνόταν το «Ζιαφέτι», ένα μεγάλο πανηγύρι στις πλατείες και τις αυλές των εκκλησιών με τα κλαρίνα να αντηχούν στα βουνά και το γλέντι να κρατά ακόμη και δύο μέρες.
Το «αμίλητο νερό» είναι έθιμο χριστουγεννιάτικο στην Άρτα. Ανήμερα των Χριστουγέννων, και νωρίς το πρωί, πριν ξημερώσει, οι γυναίκες πήγαιναν χωρίς να μιλάνε, να πάρουν νερό από ξένη βρύση και έλεγαν, «όπως τρέχει το νερό στη βρυσούλα μου, έτσι να τρέχει και η σοδιά μου». Από το «αμίλητο νερό», έπιναν όλοι στο σπίτι για το καλό. Στη βρύση η γυναίκα άφηνε εδέσματα, «για να την ταΐσει», όμως στην πραγματικότητα για να βρουν οι φτωχοί συγχωριανοί φαγητό.
Read More »

Οι καλικάντζαροι στην παράδοση της Θεσπρωτίας

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024
 Οι καλικάντζαροι στην παράδοση της Θεσπρωτίας 










Στην αρχαία Θεσπρωτία υπήρχε µια δοξασία, συνδυασμένη και με το νεκρομαντείο της Εφύρας, σύμφωνα με την οποία ο κόσµος πίστευε, ότι οι ψυχές των πεθαµένων ξαναγύριζαν για ένα διάστηµα στη γη και έµεναν κοντά στους ζωντανούς, όπου προσπαθώντας να ξεφαντώσουν γίνονταν ενοχλητικοί µε τα πειραγµατά τους. 
Η τουρκοκρατία βοήθησε να ενισχυθεί και να συνεχιστεί η πίστη σ΄αυτά τα όντα. 
Η τυφλή υποταγή των ανθρώπων στη δεισιδαιμονία, βοήθησε να φτάσει ο µύθος των καλικάντζαρων ως τις µέρες µας. Με βάση τη λαϊκή φαντασία , ο καλικάντζαρος κατά τόπους εµφανίζεται µε ανθρώπινη µορφή, τριχωτό δέρµα, άλλοτε τυφλός, άλλοτε µονόφθαλµος, κουτσοπόδαρος, τραγοπόδαρος, ψηλός, λιγνός µε σιδερένια παπούτσια, ξεπλατισµένος, κωµικός πάντα στην εµφάνιση και στην περπατησιά. 
Πότε δεν κόβει τα νύχια του και είναι πάντα άσχηµος. 
Σύµφωνα µε µια παλιά δοξασία στη Θεσπρωτία, αλλά και στην υπόλοιπη Ήπειρο, όποιος γεννηθεί µεταξύ Χριστουγέννων και Αγίου Βασιλείου, µετά το θάνατό του γίνονταν καλικάντζαρος. 
Αυτό ίσως εξηγεί και γιατί στην Θεσπρωτία νόμιζαν ότι υπήρχαν σχεδόν σε όλα τα χωριά "καλικάντζαροι". 
Οι καλικάντζαροι εµφανίζονται στις γιορτές του δωδεκαηµέρου και έρχονται κάτω από τη γη, όπου κατοικούν τον υπόλοιπο καιρό. 
Σύµφωνα µε την παράδοση, οι καλικάντζαροι που µισούν τους ανθρώπους, προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που στηρίζεται η γη αλλά δεν προλαβαίνουν, γιατί έρχεται ο αγιασµός των Θεοφανείων και έτσι εξαφανίζονται πάλι στα τάρταρα. 




Read More »

Χριστουγεννιάτικα Ηπειρώτικα Κάλαντα (Θεσπρωτίας)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024
Χριστουγεννιάτικα Ηπειρώτικα Κάλαντα (Θεσπρωτίας) 



Read More »

"Τα Χριστούγεννα των Κλεφτών": Αληθινή συγκινητική ιστορία από το Χρ. Χρηστοβασίλη

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024
 "Τα Χριστούγεννα των Κλεφτών": Αληθινή συγκινητική ιστορία από το Χρ. Χρηστοβασίλη 



Tα «Χριστούγεννα των Κλεφτών» είναι ένα από τα πιο σπουδαία αφηγήματα του μεγάλου Ηπειρώτη, από το Σουλόπουλο Ιωαννίνων, δημοσιογράφου, λογοτέχνη και πολιτικού Χρήστου Χριστοβασίλη, που ξεχώρισε για το γλαφυρό του ύφος. Η ιστορία εκτυλίσσεται χρονικά γύρω στα 1879-80, όταν ο συγγραφέας σε ηλικία μόλις 17-18 ετών εντάσσεται στους Κλέφτες και Αρματωλούς, για την εκδίωξη των Τούρκων. "Ήταν η δεύτερη χρονιά, που έτρωγα ψωμί με τους Κλέφτες, δέκα εφτά, ως δεκοχτώ χρονών παλικάρι, με σιδερένια καρδιά και φτερωμένα ποδάρια. Καπετάνος μου τότε ήταν ο Αητόγιαννος, ξακουσμένος γεροκλέφτης, πούχε περάσει όλα τα νιάτα του κι' όσα γεράματα είχε στες πλάτες του, απάνω στο ντουφέκι και στους πολέμους με τους Τούρκους. Παλικάρια είμαστε είκοσι τέσσερα κι ο Καπετάνος μας ο Αητόγιαννος είκοσι πέντε.

Στες είκοσι τ' Αλωναριού εκείνης της χρονιάς ξημερωθήκαμε στο Μαναστήρι του Άι-Λια, απάνω στην «Όμορφη Ράχη» του Πίντου, για να γιορτάσομε κι εμείς μαζί με το Μαναστήρι, που γιόρταζε εκείνη την ημέρα την μνήμη του Προφήτ-Ηλία του, και να προσκηνύσωμε τη χάρη μιας παλιάς Παναγιάς, σκεπασμένης μ' ασήμια και με χρυσάφια, και στολισμένης με διάφορα ασημένια και χρυσαφένια κρεμαστάρια, ταξίματα γιατρεμένων ανθρώπων, που κρέμονταν από την εικόνα.
Αλλ’ ήταν κι' άλλος ένας λόγος, ακόμα, που βρεθήκαμε εκείνη την ημέρα στο Μαναστήρι του Άι-Λια: Μήπως εξαιτίας του πανηγυριού βρούμε και κανένα απόσπασμα τουρκικού στρατού, τριάντα-σαράντα αντρών, και το ματώσομε, γιατί είχαμε έναν ακέριον μήνα να πιαστούμε από ντουφέκι.
Όταν μας είδε ο Γούμενος του Μαναστηριού χάρηκε, και μας δέχτηκε μ' ανοιχτή αγκαλιά, λέγοντας μας:
— Στες είκοσι τ' Αλωναριού όλοι μ' αγαπούν κι' επισκέφτονται το Μαναστήρι μου, γιατ’ είναι καλοκαίρι, γιατ’ έχω κρύα νερά, παλιά κρασιά και παχιά αρνιά και κριάρια και γιατί δεν έχω χιόνια, αλλά τα Χριστούγεννα, που γιορτάζει η εικόνα της θαυματουργής Παναγίας μου, -προσκυνούμε τη χάρη της—, δεν πατάει κανένας εδώ ψηλά, γιατ' έχει τότε τρεις-τέσσερες πήχες χιόνι το Μαναστήρι μου, και το κρέας και τα λοιπά χρειαζούμενα τα φέρνω άλλα από τα Γιάννινα κι άλλα από τα Τρίκαλα, κι' αν μπορέσω ακόμα να το κατορθώσω να τα φέρω. Τότε γιορτάζω μόνος μου με τα καλογεράκια μου, και δεν με κάνει κανένας σας για γενιά.
Ήταν πολύς κόσμος από τα πλουσιοχώρια: Καστανιά, Βεντίστα, Γκουντουβάσντα, Μέτσοβο και λοιπά, και πολλοί τσελιγκάδες και πιστικοί, που είχαν τες στάνες ψηλά στες πλαγιές και στες ράχες του Πίντου, κι' όλοι είχαν φέρει κάτι, κατά τη δύναμη του ο καθένας, για συντρομή του Μοναστηριού: κάθε τσέλεγκας από τρεις-τέσσερις προβατίνες ή γίδες, οι απλοί πιστικοί από κανένα αρνί ή κατσίκι ο καθένας, οι πλησιοχωρίτες διάφορα τάματα: λάδι, κηρί, στάρι, πρόσφορα, χρήματα, κι' όσοι είχαν πάθος αρρώστιας διάφορα ασημένια ομοιώματα: χέρι, ποδάρι, μάτι.
Μπήκαμε στην λειτουργία κι' εκεί που ακούγαμε το Βαγγέλιο της ημέρας, έρχεται με τρόπο ο σκοπός μας και μας λέει κρυφά ότι Τούρκοι στρατιώτες μελίσσι, ένα τάγμα, ανέβαιναν στην «Όμορφη Ράχη».
Ο Γούμενος καταταράχτηκε και καταστενοχωρήθηκε και μας είπε να προσπαθήσομε να γλυτώσομε εμείς τα κεφάλια μας όπως όπως, κι' όσο γι' αυτόν, αυτός ξέρει και τους γελάει τους Τούρκους.
Βγήκαμε έξω από την Εκκλησιά, πήραμε τ' άρματα μας, που τα είχαμε αφημένα στον νάρθηκα, και πεταχτήκαμε στην άκρη της ράχης να ιδούμε πόσοι Τούρκοι ήταν και πώς έρχονταν κι' αναλόγως να συνταχτούμε. Τι να ιδούμε; Χίλιοι στρατιώτες και παραπάνω είχαν ζώσει την ράχη του Μοναστηριού από κάτω κι' ανέβαιναν παγανιστά, κι' όσο ανέβαιναν αυτοί, τόσο ο κύκλος στένευε, κι' η γραμμή τους πύκνονε. Μόνον από ένα μέρος της ράχης του Μαναστηριού ήταν ένας απότομος γκρεμός, κατάφυτος από πεύκα, που μπορούσε κανείς μόνον να τον κατέβη γλιστρώντας, κι' αδύνατον να τον ανέβη, κι αν έπιαναν οι Τούρκοι κι' αυτό το μέρος από τα κάτω είμαστε αναγκασμένοι ν' ανοίξομε ντουφέκια, να σκοτώσομε καμιά εκατοστή διακοστή Τούρκους και να σκοτωθούμε κι' εμείς ως το ένα. Δεν σύμφερε όμως αυτό, επειδή θα χαλούσαν ύστερα το Μαναστήρι οι Τούρκοι δίχως άλλο. Πήγαμε, λοιπόν όλοι, στην άκρη του γκρεμού, οπού μας έκρυφταν τα δέντρα και περιμέναμε να ιδούμε τι θάκαναν οι Τούρκοι. Περιμέναμε την ζωή ή τον θάνατο. Δέκα πέντε-είκοσι δρασκελιές τόπος χώριζε τον άλυσσο, π' ανέβαινε από το βάθος του γκρεμού.
Τότε ο Καπετάν Αητόγγιανος φώναξε προς την εικόνα της Παλιάς Παναγιάς του Μαναστηριού, που ήταν φορτωμένη στ' ασήμια και στα χρυσαφικά.
— Άκουσε, ωρή Κυρά Παναγιά! Σε προσκυνώ και σε δοξάζω μ' όλη μου την καρδιά... Εδώ σε θέλω: αν θελήσης να φωτίσης τώρα τους Τούρκους ν' αφήσουν άπιαστον αυτόν τον γκρεμό και γλυτώσομε, σου υπόσκομαι τα ερχόμενα Χριστούγεννα ναρθώ μ' όλα μου τα παλικάρια να σε προσκυνήσομε και να σε δοξάσομε και να σου κρεμάσω στην εικόνα σου μια σακούλα, μ' εκατό λίρες, για τα έξοδα του Μαναστηριού σου... Αν όμως τους αφήσεις να πιάσουν το γκρεμό, τότε ούτε κι εμείς ζωή, ούτε κι' εσύ την συντρομή μας, ούτε κι Χριστιανωσύνη κι' η Ελευτερία προκοπή!
— Άσκημα μίλησες της Παναγιάς, Καπετάνε, και θα μας οργιστή!
Είπε του Καπετάνου, ο Γεράκης, το πρωτοπαλίκαρο του.
— Είσαι παιδί εσύ (του απάντησε ο Καπετάνος) και δεν ξέρεις. Θέλουν κι' οι άγιοι φοβέρες και συμφωνίες.
Οι Τούρκοι ζύγωσαν, έφτασαν, πάτησαν στην άκρη του γκρεμού... Τους βλέπαμε ανάμεσα από τα δέντρα, χωρίς να μας βλέπουν εκείνοι καθόλου. Στάθηκαν.
— Αχ! Τους Αντίχριστους! (είπε ο Καπετάνος). Μας την έφκιασαν! Κι' εμείς θα πάμε χαμένοι, αλλά κι' αυτούς θα τους πάρει ο Διάβολος! Κρίμα όμως το καημένο το Μαναστήρι, που δεν θα μείνει πέτρα απανωτή! Τι νάχη πάθει η Παναγιά και δεν τους μποδίζει.
Άξαφνα βάρεσε μια σάλπιγγα κι ο άλυσσος, που ήταν κάτω στην άκρη του γκρεμού, ξεκόπηκε, ο μισός έκανε δεξιά, κι' ο άλλος μισός ζερβιά, κι' ενώ οι Τούρκοι ανέβαιναν, εμείς γλιστρούσαμε σαν χέλια τον κατήφορο του γκρεμού, φεύγαμε και βγαίναμε έξω από την ζώνη της πολιορκίας!
Όταν ξεμακρυνθήκαμε πολύ, κι' είμαστε πλειά στην ασφάλεια, στήσαμε τα ντουφέκια μας πυραμίδες και δοξάσαμε την Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και με τα χρυσάφια, που στράβωσε τους Τούρκους και μας άφησαν ανοιχτόν τον γκρεμό να γλυτώσομε, και γλυτώσαμε μια χαρά.
Χαίρονταν όλοι και τραγουδούσαν και μονάχα εγώ λυπιόμουν, που γυρίσαμε τες πλάτες στους Τούρκους. Ήθελα ν' ανάβαμε το ντουφέκι κι' ας μην γλυτώναμε ούτε ένας! Έφτανε που θα σκοτώναμε πολλούς εχτρούς.
Πέρασε ο Αλωνάρης, ο Αύγουστος, κι' όλος ο Τρυγητής από τότε, και στες αρχές του Αϊ-Δημητριου με τες πρώτες πάχνες και τα πρώτα κρύα των βουνών κατεβήκαμε στα ξενειμαδιά, κάτω στα ριζοβούνια του Πίντου, αντίκρυ από τα Γιάννινα, κι' εκεί λημεριάζαμε πότε στη μια μεριά και πότε στην άλλη και καμιά φορά, τραβούσαμε ως το Πωγώνι από την μια μεριά κι' ως την Λάμαρη από την άλλη και κάναμε κάνα μικρό πατατράκ με κανένα τούρκικο στρατιωτικό απόσπασμα, και γυρίζαμε πάλι στα λημέρια μας με μεγάλη προσοχή κι' ησυχάζαμε σαν να ήμασταν πεθαμένοι.


Έτσι κυλήσαμε ως τες είκοσι τ' Αντριώς.
Το βράδυ διαταγή του Καπετάνου να συνταχτούμε όλοι στην Δρακοσπηλιά, εκεί ακριβώς, που σμίγουν τα δυο ποτάμια, το Μετσοβίτικο κι' ο Μπαλντούμας και κάνουν το Διπόταμο, το λεγόμενο παρακάτω Αρτηνό, δηλαδή τον Άραχτο.
Όταν συνταχτήκαμε όλοι εκεί, εξόν τρεις, που τους είχε φάγει το τούρκικο το βόλι -Θεός σχωρέσ' τους- τον Δρακογιώργο, τον Λαφοπόδη και τον Κρυφοπάτη, που τους τραγουδούσαμε κάθε μέρα τα ονόματα τους, μας είπε ο Καπετάνος:
— Έ παιδιά! Θυμάστε να 'χωμε κάνα χρέος, κάνα τάξιμο πουθενά αυτές τες ημέρες;
Όλοι κοιταχτήκαμε ο ένας με τον άλλο, χωρίς να θυμούμαστε τίποτε.
— Ωρέ παλιόπαιδα! (Μας είπε τότε με πατρικό ύφος), δεν θυμάστε ότι έχομε τάμα να πάμε τα Χριστούγεννα στον Άι-Λιά της «Όμορφης Ράχης», απάνω στα κορφοβούνια τ' Ασπροποτάμου να ευχαριστήσομε την Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και με τα χρυσάφια, που μας γλύτωσε από του Χάρου το στόμα στες είκοσι τ' Αλωναριού και να της δώσομε το χρέος, που της υποσκεθήκαμε, την σακούλα με τες εκατό λίρες;
— Αλήθεια! Αλήθεια! (Φωνάξαμε όλοι). Αλλ' αν δεν μπορέσομε να σπάσωμε από τα χιόνια;
— Αυτό (είπε ο Καπετάνος) είναι λογαριασμός της Παναγιάς! Εμείς πρέπει να κάνομε το χρέος μας, να κινήσωμε τον ανήφορο, κι' όπως ορίζει αυτή ύστερα ας γένη! Τώρα, παιδιά μου να μάσωμε τες εκατό λίρες... Εμπρός! Εγώ, ως καπετάνος, βάνω το κατά δύναμη μου είκοσι πέντε λίρες. Γράψε (μου είπε εμένα) Αητόγιαννος καπετάνος, λίρες είκοσι πέντε.
Έβγαλα χαρτί και σημείωσα τες είκοσι πέντε λίρες του Καπετάνου, κι' ύστερα είπα:
— Σημειώνω κι' εγώ τ' όνομα μου με δέκα πέντε λίρες.
— Για την ηλικία σου (μου είπε ο Καπετάνος) είναι πολλές οι δεκαπέντε λίρες, αλλά συ είσαι αρχοντόπουλο και δεν έχεις ανάγκη να κάνης οικονομίες σαν εμάς. Ας είναι καλά ο πατέρας σου...
Είχαν μείνει ακόμα εξήντα λίρες να μαζευτούν για την Παναγιά, κι' επειδή οι αποδέλοιποι σύντροφοι μας ήταν είκοσι, τώβραν εύλογο να προσφέρουν από τρεις λίρες ο καθένας κι' έκλεισε ο λογαριασμός του χρέους μας προς την παλιά την Παναγιά: είκοσι πέντε και δέκα πέντε σαράντα ο Καπετάνος κι' εγώ. Κι εξήντα οι άλλοι σωστές εκατό λίρες.
Ύστερα από λίγο, φάγαμε ψωμί κι ελιές, γιατ' ήταν σαρακοστή του Σαρανταήμερου, κι' αφού μοιράσαμε την υπηρεσία της νυχτοφυλακής, γήραμε να κοιμηθούμε, έχοντας ο καθένας την μισή την κάπα στρώμα, την άλλη την μισή σκέπασμα κι' ένα κοτρώνι για προσκέφαλο.
Εγώ δεν κοιμήθηκα καθόλου εκείνη την βραδιά. Ο νους μου είχε γίνει πέλαγο από τουρκοφάγα σχέδια. Διψούσα για δόξα, να φκιάσω το τραγούδι μου, να το τραγουδούν όλες οι όμορφες Ηπειρώτισσες, και να τ' ακούν στον τάφο τους τα κόκαλα μου κι' η ψυχή μου στον Παράδεισο και να χαίρονται.
Κατά τ' άκριτα μεσάνυχτα μ' έκλεψε ο ύπνος, και μ' όλη μου την ξαγρύπνια ξύπνησα την άλλη μέρα στην συνηθισμένη ώρα μαζί με τους άλλους, «την ώρα των Κλεφτών». Εκείνο το πρωί είχε πέσει πολλή αντάρα κι' είμαστε σε μεγάλη ασφάλεια. Γι' αυτό κι' ο Καπετάνος όρισε να λημεριάσομε και την βραδιά εκείνης της ημέρας στο ίδιο μέρος, στην Δρακοσπηλιά. Πριν να διαλυθεί η αντάρα, είχαμε σκορπίσει όλοι και μόνον ένας έμενε να προσέχη την σπηλιά από μακριά για κάθε ενδεχόμενο.
Εγώ τράβηξα μονάχος και βγήκα στην ράχη κι' αγνάντευα τα Γιάννινα, που τα είχα ως δύο ώρες μακριά, και το πλιότερο διάστημα το σκέπαζε η καθαρογάλαζια Λίμνη.
Είδα την πανώρια κι' ιστορική πολιτεία, που ήταν στα χρόνια του Αλή-Πασια πρωτεύουσα όλης της καθαυτό Ελλάδας, και συνάμα ο Γολγοθάς της. Φαίνονταν, σαν δικέφαλος αητός, πεσμένος μ' ανοιγμένα τα φτερά στην άκρα της χιλιοξακουσμένης Λίμνης, όπου έπνιξε ο Αλή-Πασιας την υπέρκαλλη Κυρά Φροσύνη με τες δέκα εφτά πανέμορφες Γιαννιώτισσες αρχοντονύφες. Το Κάστρο, το περίφημο, είναι τα δυο κεφάλια του αητού που το ένα κοιτάει κατά την Ανατολή και τ' άλλο κατά την Δύση. Οι πισινές συνοικίες Καραβατιά, Ντεντερούτσι, Σιεμσιτνιά, είναι η πλατεία ουρά του αητού, κι' οι δυο μπροστινές ο Πλάτωνας και τα Γάλατα από τη μια μεριά κι' η Καλούτσιανη από την άλλη είναι οι δυο μακριές φτερούγες του. Έβγαλα το τηλεσκόπιο και κοίταζα:
— Να το Σεράγι, που κάθεται ο Πασιάς με την Διοίκηση. Είναι υπερύψηλο μεγάλο χτίριο, που δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο στην Ήπειρο.
— Να κι' η Μητρόπολη, που κάθεται ο Δεσπότης. Είναι δίπλα στα φημισμένα Λιθαρίτσια.
— Να κι' η συνοικία του Πλάτωνα. Ονομάστηκε από τ' ομώνυμο δέντρο, που άξησε και τράνεψε, πίνοντας τ' άγρια και τιμημένα αίματα των προδρόμων της ελληνικής Ελευθερίας: Κατσαντώνη, Χασιώτη, Μπλαχάβα και τόσων και τόσων αντρείων ηρώων, πώγειναν τα ονόματα τους πανελλήνια τραγούδια. Ο Πλάτωνας δεν φαίνεται πλειά. Στέγνωσε από τον καιρό, που έπαψε να πίνει χριστιανικό ελληνικό αίμα...
Έβλεπα-έβλεπα την περίκαλλη ελληνική πολιτεία και μώρχονταν να γένω λαύρα, φωτιά, αστροπέλεκας, «οργισμένος βοριάς, τρομαχτικό τρικυμειό και να χυθώ απάνω της, να κάψω, να ξεριζώσω, να πνίξω, να καταστρέψω ότι αντιπροσωπεύει την τυραννία και να στήσω στους αιώνες των αιώνων τη σημαία του Σταυρού, την ελληνική Σημαία απάνω στο Κάστρο, τόσο ψηλή και τόσο μεγάλη, που να φαντάζει απ' όλα τα κορφοβούνια του Πίντου, του Τόμαρου κι' όλων των άλλων Ηπειρωτικών βουνών. Αλλά δεν μπορούσα να γένω τίποτε απ' όλα αυτά. Πέρασα την ημέρα εκεί πέρα, κλαίοντας τα σκλαβωμένα Γιάννινα, ψωμίστηκα στο Μαναστήρι της Τσούκας και το βράδυ με το μούχρωμα, βρέθηκα στην Δρακοσπηλιά, και τ' άλλο το πρωί ξεκινήσαμε για το Μαναστήρι του Άι-Λια της «Όμορφης Ράχης» να προσφέρομε τα σώστρα μας στην Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και τα χρυσάφια. Πρωί-πρωί ξεκινήσαμε τον ανήφορο, πηγαίνοντας από γνωστά μονοπάτια και το βράδυ περάσαμε το Συρράκο και κοιμηθήκαμε σ' ένα εξωκλήσι των Καλαρρύτων.
Την άλλη μέρα, βαδίζοντας όλο και τον ανήφορο, τρομάξαμε να περάσομε την ράχη των Κριθαρακιών και να σκαπετήσωμε στο Χαλίκι, ένα πιντοχώρι, που φεύγουν όλοι οι κάτοικοι του τον χειμώνα και κατεβαίνουν στα Τρίκαλα να ξεχειμωνιάσουν και μένει έρημο με δυο-τρεις φυλάκους, να το φυλάγουν. Εκεί ανοίξαμε το ιστορικό αρχοντόσπιτο του Δημάκη, παμπάλαιο σπίτι, μεγάλο και με τραγούδι, που φιλοξένησε στην εποχή του τον Αλή-Πασια, ανάψαμε σε δυο τρία δωμάτια φωτιά και περάσαμε λαμπρά.
Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε πάλε πρωί με την ιδέα ότι θα φτάναμε το βράδυ στο Μαναστήρι, αλλά δεν μπορέσαμε να προχωρήσομε παρά ως κοντά στην Γκουντουβάσντα, όπου αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε μέσα στα χιόνια.
Τ' αγριοκαίρι είχε ρίξει μερικά πεύκα την περασμένη χρονιά κι' ήταν ξαπλωμένα καταγής, σαν νικημένοι γίγαντες. Ανάψαμε δυο απ' αυτά, που ήταν δέκα δρασκελιές το ένα μακριά από τ' άλλο παράλληλα, στρώσαμε το μέρος που ήταν ανάμεσα στες δυο φωτιές και ξαπλωθήκαμε, έχοντας από μπρος κι' από πίσω φωτιά και ζεστασιά. Κι έτσι περάσαμε καλά.
Την άλλη πάλε την ημέρα, ξημερόντας τα Χριστούγεννα, ξεκινήσαμε, ελπίζοντας να προφτάσωμε την λειτουργία του Μαναστηριού και να μεταλάβομε, αλλά την ώρα, που γυρίζαμε την ράχη της Γκουντουβάσντας, την λεγομένη «Χέλι» κι' είχαμε το Μαναστήρι ως μισή ώρα μακριά κι' ακούγαμε με χαρά την καμπάνα να χτυπάει γλυκά-γλυκά, μας έπιασε η άγρια χιονοθύελλα, αγριότερη απ' ό,τι επεθύμησα να γένω εγώ την ημέρα, που αγνάντευα τα Γιάννενα, πριν ξεκινήσομε.
Ήταν, «γλυτωσέ μας Θεέ μου!» Αρπαχτήκαμε στην στιγμή ο ένας από τον άλλον και κάναμε την λεγόμενη «αλυσίδα», γιατί αλλιώτικα ήταν ικανός ο αγέρας, ο τρομερός Βορειάς, να μας πετάξει έναν-έναν σαν πούπουλα κάτω στην Άρτα.
Ο Πίντος, ασπροφορεμένος πατόκορφα κουνιόνταν ολόβολος. Η θύελλα, οπλισμένη με δύναμη μυριάδων θεών, μας απειλούσε να μας αφανίσει. Για μια στιγμή ένα τρομερό ανεμόχιονο μας σαβάνωσε. Ένας μεγάλος σύννεφας μας περικύκλωσε και χάσαμε αμέσως από μπροστά μας το Μαναστήρι, και δεν βλέπαμε πλιότερο από δέκα δρασκελιές τόπο γύρα-γύρα. Πάγωνε η αναπνοή μας κι έφευγε από το στόμα μας σ' εκατομμύρια μικροσκοπικά κρουσταλλένια μαργαριτάρια. Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά, κι' ακούστηκε μια υπερκόσμια ταραχή κι' ένα ανήκουστο βουητό, σα να ξεριζώνονταν ο Πίντος για ν' αναποδογυριστεί, σα να χαλούσε ακέριος ο Κόσμος, σα νάσπαζαν τα ουράνια κι έπεφταν κομμάτια, σαν ν' αποδογυρίζονταν η γη! Πέρασε ο μεγάλος σύννεφας, που μας περικύκλωνε, σέρνοντας την σκοτεινιά από γύρα μας, και χίλιοι χιονόκτιστοι στύλοι, ψηλοί ως τα ουράνια, σηκώθηκαν από καταγής και προχωρούσαν χορεύοντας και πηδώντας και ξεριζώνοντας τα πεύκα και τα έλατα και τες οξιές, πώβρισκαν στο διάβα τους, κι' ενώ έφευγαν κάτω προς την Άρτα και την θάλασσα, άλλοι ξεφύτρωναν στην θέση τους, λεγεώνες αναρίθμητοι χιονοπλασμένων στοιχειών, που γύρευαν να κάνουν κάμπο το μέγα βουνό. Η φυσική ένστικτη άμυνα της ζωής μας, μας οδήγησε να γονατίσομε μέσα στο χιόνι κι' έτσι γονατισμένοι και σφιχτοπιασμένοι ο ένας με τον άλλον, να μπορέσομε ν' αντισταθούμε στον τρομερόν Βορειά.
— Ε! κακοκαιρία του Διαόλου! (Ξεφώνησε μ' αγανάκτηση ο Καπετάνιος). Έχω εξήντα χρόνια Κλέφτης και δεν αντροπιάστηκα ποτέ σαν σήμερα! Και δέκα Πασιάδες αν με πολεμούσαν, πάλι θα μπορούσα να σηκώσω το κεφάλι μου και να τους τουφεκίσω! Αλλά δεν θα σ' άφήκω κι' εσένα αντουφέκιστη. Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έβγαλε το ντουφέκι του κάτω από την κάπα του και ντουφέκισε, νομίζοντας ότι πολεμούσε την χιονοθύελλα!
- Βόηθα, καημένη Παλιά Παναγιά, πωρχόμεστε να σ΄ ευχαριστήσομε και να σε προσκυνήσομε! Είπε ένας σύντροφος κι' ένας άλλος του απάντησε ειρωνικά:
— Φαίνεται πως μετάνιωσε η Παναγιά, που μας γλύτωσε τότε και τώρα θέλει να μας αφανίσει!
— Λες κι' άκουσε η Παναγιά την επίκληση του συντρόφου μας κι' άρχισε λίγο-λίγο η χιονοθύελλα να ξεθυμαίνει. Σηκωθήκαμε σιγά-σιγά, και περπατώντας σκυφτά-σκυφτά, βρεθήκαμε σε λίγο στην εξώθυρα του Μαναστηριού. Χτυπούμε δυνατά τον σιδερένιον κρούστη της εξώθυρας κι' ένα καλογεράκι μας άνοιξε σε λίγο, κι' ενώ αυτό έκανε τον σταυρό του, πώβλεπε νάρχωνται στο Μαναστήρι τέτοιον καιρό, και με τέτοιο τρικυμειό, εμείς τραβήξαμε ίσια στην εκκλησιά που λειτουργούσε. Εκείνη τη στιγμή ψάλλονταν το χαρμόσυνο: «Χριστός γεννάται». Ιδόντας ο Γούμενος από τ' άγιο βήμα έκανε το σταυρό του, απορώντας πως μπορέσαμε να βγούμε με τέτοιον καιρόν.
Τελειώνοντας η λειτουργία μεταλάβαμε όλοι κι' ύστερα, παίρνοντας τ' αντίδωρο, πήγαμε στην Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και με τα χρυσάφια, την προσκυνήσαμε και την ευχαριστήσαμε και της κρεμάσαμε την σακούλα με τες εκατό λίρες.
Βλέποντας ο Γούμενος αυτήν την δωρεά την αναπάντεχη, πέταξε από τη χαρά του και μας έμπασε όλους στο δοξάτο, όπου βασίλευε χοντροκούτσουρη και χοντροκάρβουνη φωτιά κι' έκανε το δοξάτο το καρδιοχείμωνο στην κορφή του Πίντου, απολαυστικό λουτρό.
— Να, το λοιπόν, Άγιε Γούμενε (του είπε ο Καπετάνος, μ' ευχαρίστηση και με περηφάνια) που δεν ερχόμαστε στες είκοσι του Αλωναριού μοναχά, αλλά και στες είκοσι πέντε τ' Αντριώς, τα Χριστούγεννα!
— Δεν ξέρετε, παιδιά μου, (είπε ο Γούμενος) τι στενοχώρια είχα τότε, ως που να βεβαιωθώ ότι γλυτώσατε! Θαύμα, παιδιά μου, θαύμα της Μεγαλόχαρης — προσκυνούμε τ' όνομα της! Αυτή τους τύφλωσε τους αναθεματισμένους κι' άφηκαν ανοιχτόν τον γκρεμό! Αυτή, αυτή — προσκυνούμε και διπλοτριπλοσκυνούμε την άγια και μεγάλη χάρη της. Και λέγοντας αυτά, σταυροκοπήθηκε μ' ευλάβεια.
Σε λίγο ο Γούμενος διάταξε να στρωθεί τραπέζι.
Έφεραν ένα κριάρι ως είκοσι οκάδες, ψημένο στην σούβλα, κουκουρέτσι, αυγά, τυριά, παλιό μαύρο κρασί καστανιώτικο, μήλα και κάστανα ψημένα.
Βλόγησε ο Γούμενος κι' αρχίσαμε να τρώμε, σαν λιμασμένοι, ύστερα από τες απαραίτητες ευκές: «Καλώς ορίσατε, καλώς σας βρήκαμε, χρόνια πολλά, καλό βόλι και στην Πόλη του χρόνου».
— Ό,τι έλαχε παιδιά μου (είπε ο Γούμενος). Αν ήξερα ότι θάρχοσταν, θάφερνα από την Καλαμπάκα κι άλλο κρέας κι' άλλα πράγματα... Αυτό το κριάρι το είχα μανάρι και το σφαξα χτες το βραδινό για το επίσημο της ημέρας. Μαναστήρι, χωρίς σφαχτάρι τέτοια μέρα, δεν είναι σωστό... Δεν μου μηνύσατε, βλογημένοι, να το ξέρω και νάχω ετοιμασία;
— Δεν πειράζει, άγιε Γούμενε! (απάντησε ο Καπετάνος). Εμείς δεν ήρθαμε για το φαγί από τρεις μέρες δρόμο μέσα στα χιόνια και στ' αγριοκαίρια, αλλά για να προσφέρωμε το χρέος μας στη Μεγαλόχαρη — προσκυνούμε τ' όνομα της!
Είχαμε αποφάγει και πίναμε το κρασί με μήλα και με κάστανα, όταν μπαίνει στο δοξάτο ένας φύλακας από την Καστανιά, σαν αστροπέλεκας και μας λέγει:
— Σε μια ώρα το πολύ φτάνει εδώ ο φρούραρχος του Μετσόβου με χίλιους στρατιώτες να πατήσει άπαχτα το Μαναστήρι, σήμερα τα Χριστούγεννα με την ιδέα ότι ξεχειμωνιάζει ο καπετάν Λεωνίδας, που δεν ακούγεται καθόλου από τον χινόπωρο, και μ' έστειλε ο Κυρ-Νάσιος να σας το πω!...
Τάχασε ο Γούμενος από τον φόβο του, αλλ' ο Αητόγιαννος του είπε:
— Άγιε Γούμενε! Μια φορά τους φύγαμε, σαν λαγοί και τώχω μάρα στην καρδιά μου, αλλά τώρα θα τους βαρέσω τους γουρνομύτες! Ας έρθουν όσοι θέλουν!
Στην στιγμή καταστρώσαμε το σχέδιο της μάχης.
Αποφασίσαμε να χαρακωθούμε μπροστά στο Μαναστήρι και να χτυπήσομε τους Τούρκους από μπροστά, αφού δεν θα μπορούσαν να μας κλείσουν απ' όλες τες μεριές, εξαιτίας των χιονιών και θ' ανέβαιναν από έναν δρόμο μοναχά.
Πραγματικώς, ύστερα από μια -μιάμιση ώρα οι Τούρκοι ανέβαιναν τον ανήφορο σ' έναν στίχο, ερχόμενοι ολωσδιόλου ανύποπτοι, γιατί τους είχαν βεβαιώσει στην Καστανιά, ότι το Μαναστήρι ήταν καθαρό από Κλέφτες. Αλλά μόλις ζύγωσαν σ' απόσταση είκοσι πέντε μέτρων τους αρχίσαμε στο ντουφεκίδι κι' όλο στο ψαχνό.
Οι Τούρκοι ανταριάστηκαν, άφηκαν καμιά εκατοστή σκοτωμένους στον τόπο, και γύρισαν ντροπιασμένοι, μη μπορώντας εξαιτίας των χιονιών να μας κλείσουν και να κοιμηθούν στο ύπαιθρο.
Ενώ, λοιπόν, οι Τούρκοι τσάκισαν να φύγουν ο Αητόγιαννος, μεθυσμένος από την νίκη, όρμησε μόνος του από πίσω τους, χωρίς να φωνάξει κανένα μας να τον ακολουθήσει. Τρέχαμε από κοντά του, του φωνάζαμε να σταθή αλλά πού να σταθή αυτός! Έτρεχε σαν το κυνηγημένο τ' αλάφι από κοντά τους, βρίζοντας τους. Θέλοντας και μη, τον ακολουθήσαμε κι' εμείς και φτάσαμε τους Τούρκους, κάτω στην λακκιά. Εκεί είχαν καλό μέρος αυτοί κι' αντιστάθηκαν. Αρχίσαμε καινούργια μάχη, μάχη σαν λυσσιάρηδες. Έπεφταν οι Τούρκοι σωρό, αλλ' έπεσαν σκοτωμένοι και τρεις δικοί μας: ο Σκοτίδας, ο Γιωργάνεμος κι ο Αστρίτης, παλικάρια ένα κι ένα, αθέρας της παλικαριάς! Και τέλος, έπεσε λαβωμένος κι' ο αντρειωμένος μας Καπετάνος, ο Αητόγιαννος!
Επειδή η ημέρα ήταν λιγοστή, οι Τούρκοι βιάζονταν ν' αποχωρήσουν για την Καστανιά, ως που είχαν καιρό. Τσάκισαν ακόμα μια φορά τον κατήφορο, κι' εμείς μην μπορώντας πλειο να τους κυνηγήσομε, εξαιτίας του λαβωμού του αρχηγού μας, φορτωθήκαμε τους τρεις σκοτωμένους μας και τον βαρηοπληγωμένον Καπετάνο μας, και βγήκαμε στο Μαναστήρι.
Ο Αητόγιαννος, ο τιμημένος μας αρχηγός, πούχε εξήντα χρόνια Κλέφτης και δώδεκα παλιές πληγές στο κορμί του, νοιώθοντας να του φεύγει η ζωή, μας φίλησε όλους, έναν κι' έναν, μας κέρασε το «ψυχικό» από δυο τρία φλωριά τον καθένα, ζήτησε να τον πάμε να φιλήσει και τους σκοτωμένους συντρόφους μας, που τους είχαμε βάλει μέσα στην εκκλησιά, κι' ύστερα μας έκανε νόημα να του δώσουμε τον ταμπουρά του κ' άρχισε να τον βαρή λυπητερά και ν' ακολουθάη και το λάλημα του με το υστερνό του τραγούδι. Σε λίγο έκοψε το τραγούδι και το λάλημα και μας είπε χαρούμενος, σα να μην έπασχε καθόλου:
— Ευχαριστώ την Παναγία, που καταδέχτηκε να με κρατήση για πάντα στο σπίτι της (εννοώντας ότι θα θάφτονταν στον περίβολο του Μαναστηριού). Πεθαίνω, παιδιά μου, ευχαριστημένος. Εξήντα χρόνια πολέμησα αδιάκοπα τους Τούρκους, κι' ήταν δίκιο να πεθάνω από τούρκικο βόλι. Καλύτερον θάνατον απ' αυτόν δεν περίμενα... Ότι έχω να μείνουν στο Μαναστήρι.
Το λιοντάρι είχε λάβει την μορφή του αρνιού!
— Φέρτε μου το ντουφέκι μου! Διάταξε.
Ένα παλικάρι του το πήγε αμέσως, δακρύζοντας. Παίρνοντας το, ο Καπετάνος μας στο χέρι του, το φίλησε σταυρωτά κι υστέρα του τόδωκε, λέγοντας του:
- Πάρ' το κι' έβγα έξω στην κρεβάτα κι' ως που ακούς τον ταμπουρά μου και το τραγούδι μου, στέκα κι' ακούρμαινέ με και την στιγμή, που πάψουν και τα δυο, βρόντα το να συντροφέψει την ψυχή μου ο βρόντος του, και φώναξε μ' όλην την δύναμη σου ν' ακούσει ο Πίντος κι' όλα τα βουνά:
- Απέθανε ο Αητόγιαννος!
Όλοι κλαίγαμε και μόνον αυτός κράταγε την καρδιά του την σιδερένια ασυγκίνητος.
- Έχω κι' άλλο ένα να σας πω και να σας παρακαλέσω. (Μας είπε). Να βοηθάτε τα καημένα τα μανναστήρια όσο μπορείτε! Χωρίς αυτά τα μαναστήρια δεν θα μπορούσε να ζήση η Κλεφτουριά που λευτέρωσε την Ελλάδα! Να κόβετε από τη χαψιά σας και να δίνετε στα μαναστήρια. Δεν έχω άλλο τίποτε να σας πω. Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσ' σας!
Ύστερα πήρε τον ταμπουρά κι' άρχισε το επιθανάτιο τραγούδι κι' ενώ έπαιζε τον ταμπουρά και τραγουδούσε, άξαφνα τώπεσε ο ταμπουράς από τα χέρια και του κόπηκε το τραγούδι.
Το παλικάρι, που περίμενε στην κρεβάτα του Μανασταριού με το ντουφέκι του Καπετάνου μας, πυροβόλησε και φώναξε μ' όλη τη δύναμη του προς τον Πίντο και τ' άλλα τα βουνά:
— Κλάψτε, καημένα βουνά! Απέθανε ο Αητόγιαννος!" 
Read More »

Σελίδες

Advertise & Backlinks on thespro.gr

Publish guest posts or dofollow backlinks on a trusted Greek news website (DA 35 / DR 33, 38K+ monthly visits).

Fast publication, real traffic, transparent metrics.

Contact: info@thespro.gr

📈 Looking for Greek guest post sites or backlinks for SEO? — thespro.gr is open for sponsored content, guest posts & link insertions.
Learn more →

© 2025 thespro.gr — Media & SEO Collaborations | Domain Authority 35 · Domain Rating 33

Από το Blogger.