ΠΕΣΤΑΝΗ, ΚΡΥΟΒΡΥΣΗ 1700 -2014

ΠΕΣΤΑΝΗ, ΚΡΥΟΒΡΥΣΗ 1700 - 2014


ΤΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ ΤΡΟΜΠΟΥΚΗ

"Μιλώ και γράφω για το χωριό μου, την αγαπημένη μου Πέστανη. Μιλώ και γράφω για τους προγόνους μου. Μιλώ και γράφω και για τους νέους της Πέστανης που τους λείπει το χωριό τους. Φίλοι. Τα ερείπια της Πέστανης βρίσκονται 7 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ηγουμενίτσας. Εκεί σ' αυτήν την άγρια και ανώμαλη περιοχή, με πολλά δάση και με πάρα πολλά ψηλά δέντρα, συναντήθηκαν κυνηγημένοι χριστιανοί από τον Στρατό της Τουρκοκρατίας και κατοίκησαν και έζησαν σε αχυροκαλύβες. Πέρασαν εκατό χρόνια για να μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να δαμάσουν αυτήν άγρια φύση. Να ξεριζώσουν και να κόψουν αυτά τα δέντρα και να κάνουν ξυλία, Γρεντιές, καδρόνια, σανίδες, πέταβρα. Το ίδιο έκαναν και με τις πέτρες. Πρώτα της ξέθαψαν και μετά της πελέκησαν, και την καλή πέτρα, που ήταν για χτίσιμο, την κράτησαν. Ενώ με την άχρηστη έκτισαν καμίνια, και τα άχρηστα ξύλα που είχαν μείνει, τα καίγανε και έβγαζαν ασβέστη. Τότε, αφού είχαν την πελεκητή πέτρα, τον ασβέστη και την ξυλεία, έβαλαν μπροστά να χτίσουν τα σπίτια τους. Τον ξεχερσωμένο τόπο από τις πέτρες και τα δέντρα τον τεμάχισαν σε μικρά χωραφάκια και το φύτεψαν αμπέλια. Αρχές του 1700, οι πρόγονοί μας είχαν κτίσει το χωριό τους με διώροφα και κάτασπρα σπιτάκια. Είχαν δημιουργήσει από τα ξεχερσώματα γη, για να σπείρουν λίγα απ' όλα. Είχαν γεμίσει τις ραχες και τις πλαγιές με ζωντανα πρόβατα, αγελάδια, άλογα. Δηλαδή ένα τέλειο προοδευμένο χωριό. Μια μέρα, συναντήθηκαν στο χαϊσομέρι και συζήτησαν περί του χωριού. Διαπίστωσαν ότι το χωριό ήταν αδήλωτο και έπρεπε να το δηλώσουν. Αμέσως έστειλαν επιτροπή στο Μαργαρίτι, που ήταν και η διοίκηση της τόπου. Διοικητής ήταν ο Φεϊμ Μπέις, τον οποίο τον είχε στείλει ο Σουλτάνος από την πόλη, ως πιο ικανόν να κρατήσει τα πνεύματα των Ισλαμιστών και Χριστιανών σε μια ηρεμία. Τέλος οι πρόγονοί μας παρουσιάστηκαν στον Διοικητή, ο οποίος τους δέχτηκε με χαρά και αφού τους κέρασε πρώτα γλυκό και καφέ, τους ρώτησε γιατί πήγανε σ' αυτόν. Εκείνοι του εξιστόρησαν εν συντομία πως πέρασαν οι γενιές τους στα δάση και πως είναι σήμερα για να καταλήξουν ότι «ήρθαμε να δηλωθούμε γιατί είμαστε αδήλωτοι». Εντάξει τους απάντησε, αυτό θα γίνει αμέσως. Αλλά τους λέει, θα γυρίσετε στο χωριό, θα μαζευτείτε όλοι οι συγχωριανοί και Θα διαλέξετε τρία καλά άτομα που θα είναι το Συμβούλιο του χωριού. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και ο Γραμματικός. Αυτοί οι τρεις θα έρθουν σε εμένα. Μαζί τους θα φέρουν και το όνομα του χωριού. Οι συγχωριανοί μας γύρισαν στο χωριό με τα πολύ καλά νέα. Η συνάντηση έγινε. Βρήκαν τους τρεις για το Συμβούλιο, αλλά δυσκολίες είχαν στο όνομα του χωριού, στο οποίο δεν συμφωνούσαν. Την τρίτη μέρα που συνεδρίαζαν παρουσιάζεται ένας νεαρός μπροστά τους, περνά την κλίτσα στην πλάτη και τους λέγει: «Μπορώ να πω και εγώ κάτι;» Και αυτοί του απάντησαν μπορείς. Ο νεαρός άρχισε: «Πρώτον, Βοτανέτσι, είναι η στάνη των Λιωλέων και των Κολέων. Δεύτερον, Στέρα, είναι η στάνη των Σπυρογιαωέων και των Μηναποστολέων. Τρίτον, Σοκώλη, είναι η στάνη των Κιτσάριδων
και του Κώστα. Τέταρτον, Κόρα, είναι η στάνη των Νταλένιδων και των πριφτάτιδων. Και πέμπτον, Γκούκα, είναι η στάνη των Τρουμπουκέων και των Κατσουλέων.
Και συνέχισε ο νεαρός «το όνομα του χωριού βγαίνει από μόνο του. ΠΕΣΤΑΝΗ. Δηλαδή πέντε στάνες». Όλοι οι συγχωριανοί συμφώνησαν με την πρόταση του νεαρού και το χειροκρότησαν. Την επομένη, το συμβούλιο φθάνει στο Μαργαρίτι και παρουσιάζεται στον Διοικητή. Του δίνει τα χαρτιά, ο οποίος τα πήρε και τους όρισε την ημερομηνία που θα πάει ο ίδιος στο χωριό να τους μεταφέρει τις εγκρίσεις και να τους γνωρίσει από κοντά, το χωριό και τους κατοίκους.
Η ημερομηνία έφθασε και ο Διοικητή Φεϊμ Μπέης πηγαίνει στο χωριό μόνο με δύο υπαλλήλους. Οι συγχωριανοί τον περίμεναν σε σεβασμό και αγάπη, με πολλά φαγητά και γλυκίσματα. Ο Διοικητής τους παρέδωσε τα χαρτιά και την σφραγίδα λέγοντας: «Στο όνομα τους χωριού σας στην σφραγίδα πρόσθεσα ένα γράμμα, το γιώτα, δηλαδή από Πέστανη έγινε Πέστιανη, πιστεύοντας πως γλυκαίνει περισσότερο η λέξη. Εάν δεν συμφωνείται το αλλάζω αμέσως.» Δεν υπάρχει πρόβλημα, οι Πεστιανιώτες με μια φωνή φωνάζουν δυνατά. Συμφωνούμε Μπέη μας και σ' ευχαριστούμε, για την καλοσύνη και το ενδιαφέρον που δείχνεις για εμάς. Εμείς οι Πεστιανιώτες δεν Θα σε ξεχάσουμε ποτέ. Μετά το φαγητό ο Μπέης φεύγει από το χωριό. "Ελαμπε το πρόσωπό του από χαρά και ικανοποίηση, χαιρετά τους χωριανούς ανκαλιάΖονταρ έναν - έναν. Τουρ είπε ότι πολύ
γρήγορα Θα φύγει για την Πόλη, τον καλεί ο Σουλτάνος. Αλλά τους έδωσε και μια υπόσχεση ότι θα είναι πάντα στο πλευρό τους, για ότι χρειαστεί. Μετά απ' όλα αυτά τα χαρμόσυνα, το να έχουν πλέον ένα χωριό με όνομα και να είναι και δηλωμένοι ως πολίτες, αισθάνονταν οι πρόγονοί μας ελεύθεροι και δυνατοί. Δηλαδή, μπορούσαν στο μέλλον να πηγαίνουν όπου θέλουν και να κάνουν ότι θέλουν. "Εμαθαν ακόμη ότι όταν ο Φέημ Μπέης θα έφευγε για την Πόλη, κάλεσε όλους τους Προέδρους από τα Τουρκοχώρια, και τους έκανε το τραπέζι στο Μαργαρίτι για να τους αποχαιρετίσει. Τους μίλησε όμως και για τους Πεστιανιώτες, ότι είναι καλοί άνθρωποι, έξυπνοι και δραστήριοι και πρέπει να τους προσέχουμε και να τους βοηθήσουν όσο μπορούν. Μια προσφορά από τον Φεημ Μπέη ήταν ότι οι Πεστιανιώτες δεν πλήρωσαν. ποτέ τους φόρους. Το λεγόμενο χαράτσι. Οι πρώτοι Πεστιανιώτες δεν άργησαν να εκμεταλλευτούν όλα αυτά που άκουσαν και έμαθαν , για να καλυτερεύσουν τη ζωή τους, και άρχισαν από το Λιανεμπόριο. Η αρχή ήταν από τα ζωντανά. Αφού είχαν το κάθε σπίτι από δύο έως τρία άλογα και μουλάρια για φόρτωμα, μεταφέρανε για πούλημα στα χωριά και στις πόλεις τυριά, γάλα, κρέας, μαλλί και από τα χωράφια καπνό και κρασί. Διότι τα άλλα φαγώσιμα προϊόντα τα ήθελαν για τον εαυτό τους. Οι δουλειές τους πήγαιναν πολύ καλά, είχαν κατακτήσει όλα τα χωριά της Τσαμουργιάς. Οι καιροί περνούσαν • οι πρώτοι Πεστιανιώτες, αν και δεν είχαν κληρονομήσει από κανέναν τίποτα, παρέδωσαν παρά πολλά στις επόμενες γενιές. Πρώτον. Την μικρή τους Πατρίδα, το χωριό τους, την Πέστιανη. Δεύτερον. Την μεγάλη τους Πατρίδα την Ελλάδα. Τρίτον. Την Ορθοδοξία. Και με μια υπόσχεση ότι Θα τα διατηρήσουν και θα τα παραδώσουν και αυτοί στις επόμενες γενιές. Οι επόμενοι νέοι της Πέστιανης κράτησαν την υπόσχεση που είχαν δώσει στους προγόνους τους. Διαφύλαξαν και παρέδωσαν στις επόμενες γενεές, το χωριό της Πέστιανης, τον ελληνισμό και την ορθοδοξία. Περνούσανε τα χρόνια, άλλαζαν και τα καθεστώτα. Οι Πεστιανιώτες έψαχναν να βρούνε χριστιανούς. Και μάθανε ότι στα διπλανά χωριά της Πέστιανης, στο Σαράτι και στη Σαλίτσα - που τώρα ζούσαν μόνο μουσουλμάνοι - μέχρι το 1610 σε αυτά τα χωριά ζούσαν μόνο χριστιανοί. Υπήρχαν και 2 μεγάλα και πλούσια μοναστήρια. Στο Σαράτι ήταν το Μοναστήρι του Αγίου Βασιλείου και στην Σαλίτσα ήταν το μοναστήρι του Ανίου Αθανασίου στη θέση Οάνα. Από τα πλούσια μοναστήρια αρπάξανε οι νεομουσουλμάνοι ισλαμιστές πρώτα όλο το βιός τους και μετά τα κόψανε, ενώ οι καλόγεροι έφυγαν, όσοι πρόλαβαν, και κρύφτηκαν στα δάση και στις σπηλιές της Πέστιανης. Με τον καημό να ξανακτίσουν τα μοναστήρια τους. Με αυτούς τους μοναχούς συναντήθηκαν πρώτα οι Πεστιανιώτες. Και από εκείνους μάθανε ότι υπήρχαν στην περιοχή και άλλα δύο μοναστήρια, της Τσουρίλας και του Ραγίου. Οι Πεστιανιώτες όμως δέθηκαν με το μοναστήρι της Τσουρίλας και βοηθήσανε πολύ το μοναστήρι, δίνοντας υλικό από αυτό που παρήγαγαν, δηλαδή ξυλεία και ασβέστη για να μεγαλώσουν το μοναστήρι. "Ηξεραν όμως ότι ο Ηγούμενος του Μοναστηριού ΙΩΑΚΕΙΜ ήταν Πεστινιώτης και είχε βαπτιστεί με το όνομα ΑΛΕΞΙΟΣ. Ο Ηγούμενος είχε παραχωρήσει από τότε κελί στους Πεστιανιώτες. Στην περιοχή της Πέστιανης μαζεύτηκαν πολύ καλόγεροι, μοιρασμένοι σε μικρές ομάδες που μένανε σε σπηλιές. Η ομάδα όμως των γραμματισμένων έμεναν την ημέρα στο χωριό στα κατώγια και μάθαιναν τους νέους του χωριού γράμματα και τέχνες, και την νύχτα γύριζαν στη σπηλιά για ύπνο. Οπόταν κάποτε έπεσαν στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι τους σφάξανε επιτόπου και τα κουφάρια τους τα πήρανε μαζί, για να μη γίνουν αντιληπτοί. Το αίμα τους σώζεται ακόμη και σήμερα, το λεγόμενο αίμα των καλογήρων. Τα χρόνια κατρακυλούσανε και η ζωή συνεχιζόταν. Και οι Πεστιανιώτες, αν και έρχονταν ο καθένας από μια άλλη περιοχή όταν έσμιξαν, τώρα είχαν δεθεί πάρα πολύ αναμεταξύ τους και αγαπιώντουσαν σαν αδέλφια. Με την ελπίδα πότε θα φέξει η ημέρα της λευτεριάς...
Αισίως φθάνουμε στα έτη 1912-1913, που οιΈλληνες έδιωξαν από την πατρίδα τους βρωμερούς Τουρκαλάδες. Όμως, δυστυχώς, έδιωξανμόνο τον τούρκικο στρατό. Και κράτησαν στην αγκαλιά τους εκείνους τους ισλαμιστές που είχαν προδώσει την πατρίδα τους, την Ελλάδα, την ορθοδοξία και είχαν σφάξει χιλιάδες Έλληνες πατριώτες μας και αρπάξει τις περιουσίες τους τα χρόνια της σκλαβιάς. Δεν τους πέταξαν στη θάλασσα να πνιγούν. Για να είχαμε ησυχάσει μια για πάντα.
Οι Πεστιανιώτες όπως πάντα μονοιασμένοι, ελεύθεροι πλέον, χωρίς να φοβούνται τους άλλοτε κατακτητές, συνέχισαν μια ήρεμη πλέον ζωή. Και το πρώτο στόχο που έβαλαν ήταν να χτίσουν σχολείο, για να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα. Και το έχτισαν σε χρόνο μηδέν, χωρίς να τους βοηθήσει το κράτος. Τα υλικά με τα οποία έχτισαν τοκτίριο τα είχαν από την παραγωγή τους.
Την πέτρα την πελέκησαν μόνοι τους. Τον ασβέστη τον έκαψαν μόνοι τους. Την ξυλεία την πριονίσανε μόνοι τους. Τα κεραμίδια τα πήρανε από την Μαζαρακιά με αντάλλαγμα ασβέστη. Οι τεχνίτες κτίστες και μαραγκοί ήταν Πεστιανιώτες.
Το μόνο υλικό που αγόρασαν ήταν τζάμια και καρφιά.
Με αυτόν τον ρυθμό οι Πεστιανιώτες φθάνουν στον Οκτώβριο του 1940, που η Ιταλία από το 1939 είχε καταλάβει την Αλβανία και προετοιμαζόταν να εισβάλει και στην Ελλάδα.
Αρχές Οκτώβρη γίνεται επιστράτευση και στην Ελλάδα. Το απόγευμα της 5ης του μήνα εμφανίστηκαν 2 χωροφύλακες στο χωριό και δίνουν τις προσκλήσεις στους νέους για να παρουσιαστούν στη μονάδα τους.
Δεν άργησαν να ετοιμαστούν οι νέοι και κατεβαίνουν να φύγουν. Ολόκληρο το χωριό είχε παραταχθεί δεξιά και αριστερά του δρόμου, που οδηγεί στην Ηγουμενίτσα, μέχρι την Κιάφα του Γίψη. Παιδιά, γυναίκες και άντρες, και όλοι τους με δάκρυα στα μάτια. Δεν ήταν όμως δάκρυα με φωνές απελπισίας και πόνου. Ήταν δάκρυα αγάπης, υποχρέωσης, ευχής και ελπίδας.
Ελπίζαμε ότι οι νέοι μας θα πάνε στον πόλεμο, θα νικήσουν τον άτιμο εχθρό και θα γυρίσουν πάλι πίσω στο χωριό.
Η 28η Οκτωβρίου του 1940 δεν άργησε να έρθει. Οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο της μικρής Ελλάδος και εισβάλανε στα ελληνικά εδάφη.Με εκατοντάδες χιλιάδες στρατό με άρματα,με αεροπλάνα και δεν συμμαζεύεται.
Οι Ιταλοί φθάνουν στη γέφυρα του Καλαμά στην Βάρφανη. Εκείτους περιμένει ο Έλληνας Στρατιώτης με το μαλινχερ στο χέρι, με περασμένη και την λόγχη, και παραμονεύει- όποιος επιχειρεί να περάσει το ποτάμι, τον σημαδεύει καλά, γιατί έχει και λίγες σφαίρες και του την αμολάει, με αποτέλεσμα νατον σκοτώσει και να τον ρίξει νεκρό στα νερά του ποταμού.
Τέσσερα ημερόνυχτα βαρούσαν οι Ιταλοί τους Στρατιώτες μας. Με βαρύ πυροβολικό, με αεροπλάνα, με άρματα μάχης, με όλμους. Αλλά οι φαντάροι μας δεν χαμπαριάζανε, εάν αυτοί ήταν πολλοί ή εάν αυτοί είχαν πολύ πολεμικό υλικό.
Και εκεί που ο Διοικητής του Τάγματος ταγματάρχης Παπαγεωργίου ετοιμαζόταν να τους κάνει επίθεση μαθαίνει ότι οι Ιταλοί είχαν φθάσει έξω από την Ηγουμενίτσα.
Τι είχε γίνει όμως; Οι μουσουλμάνοι της περιοχής,που είχαν αγκαλιάσει οι δικοί μας πολιτικοί και δεν τους είχαν πετάξει στη θάλασσα, όπως είχαν πετάξει και αυτοί τους δικούς μας το είκοσι δύο (‘22), πέρασαν τους Ιταλούς κρυφά, από βατά μέρη του ποταμού. Τότε ο Διοικητής έδωσε εντολή να οπισθοχωρήσουν κανονικώς για να μηνπερικυκλωθούν. Και τόπος συναντήσεως η Πέστιανη.
Το σούρουπο ο στρατός μας άρχισε να οπισθοχωρεί και ακολουθεί τον δρόμο που είχαν φτιάξει το 1939 που άρχιζε από την Μολολούντρα, περνούσε στην Δρεμίτσα, στην Πέστιανη και κατέληγε στην Παραμυθιά. Αυτό τον δρόμο ακολούθησε καιο στρατός μας. Όταν φθάσανε στο χωριό μας βρήκανε τους χωριανούς μας, άντρες, γυναίκεςκαι παιδιά, όλους στον δρόμο, να τους περιμένουν με δάκρυα στα μάτια, αλλά και με καλούδιαπου τους μοιράζανε. Τσαπέλες, φέτες συκομαΐδας, καρύδια, αμύγδαλα. Ενώ οι νεαρές γυναίκες που οι άντρες τους υπηρετούσαν σε μια άλλη
πολεμική μονάδα, είχαν στήσει συνεργεία κατά μήκος του δρόμου, που μοίραζε σ’ αυτούς που το είχαν ανάγκη, τσάι ζεστό και μια φέτα ψωμί καιένα κομμάτι τυρί.
Αυτό κράτησε σχεδόν όλη τη νύχτα. Οι τελευταίοι στρατιώτες της οπισθοφυλακής φύγανε το πρωί.
Απαντώντας όμως στην ερώτηση των χωριανών ότι «εσείς φεύγετε, εμάς πού μας αφήνετε;», η απάντηση ήταν ευθέως ότι «εμείς δεν σας αφήνουμε, θα γυρίσουμε πολύ γρήγορα πίσω».
Μαύρο πέπλο σκέπασε το χωριό. Τίποτα δεν ακούγεται, τίποτα δεν κουνιέται. Οι Πεστιανιώτες ζήσανε δραματικές στιγμές εκείνο το βράδυ της οπισθοχώρησης των στρατιωτών μας.

Και το ερώτημα είναι. Αληθεύει εκείνο που υποσχέθηκαν οι φαντάροι μας ότι θα γυρίσει πίσω ο στρατός μας και θα μείνουμε ελεύθεροι; Ή θα μιλάμε πάλι για πεντακόσια χρόνια σκλαβιάς;
Στη συνέχεια και από τον ίδιο δρόμο κατά τις 12το μεσημέρι φθάνει στο χωριό το ιταλικό ιππικό και κατευθύνονται στις βρύσες του χωριού. Εκεί μείνανε οι Ιταλοί περίπου δύο ώρες, ταΐσανε και ποτίσανε τα άλογά τους και πήρανε τον δρόμο γιατο Μαργαρίτι, χωρίς να έλθουν σε επαφή με κανέναν από το χωριό μας να ζητήσουν κάτι.
Την επόμενη μέρα το χωριό μας από τα χαράματα ήταν περικυκλωμένο από την αλβανική τσέτα που αριθμούσε περί τους (100) εκατό. Με την ανατολή του ηλίου οι μισοί μείνανε γύρω από το χωριό και ο άλλοι μισοί με τον αρχηγό,ρίχνοντας τουφεκιές στον αέρα και φωνάζοντας, όλοι οι άντρες του χωριού να μαζευτούν στο Χαϊσομέρι.Οι χωριανοί μαζεύτηκαν στο Μεσοχώρι αυθόρμητα, χωρίς να δείξουν ότι κάτι κακό τους περιμένει. Εκεί τους περίμενε ο διοικητής των τσέτα ΣαμπρήΜπέης. Ο Μπέης ξεκίνησε την ομιλία με δυνατή και άγρια φωνή.
Μετά, αφού είδε όλους τους χωριανούς μας μαζεμένους, άλλαξε τον τόνο της φωνής και καταλήγει λέγοντας ότι αυτό το βασίλειο που θα μας κυβερνήσει στο μέλλον (εννοούσε την Ιταλία) είναι δίκαιο και θα χωρίσει την τρίχα από το προζύμι.
Όταν τελείωσε πήγαν οι κατέχοντες χωριανοί και τον συνεχάρησαν δια χειραψίας. Και τους είπαν ότι το χωριό τους έχει ετοιμάσει τραπέζι για να φάνε. Και αυτοί μόλις φάγανε γιατί πεινούσαν, εξαφανίστηκαν. Τις επόμενες ημέρες παρουσιάστηκαν οι Ιταλοί στο βουνό Μαλιμάρε, που είναι απέναντι από το χωριό και να κτίζουν χαρακώματα.
Στις δεκατρείς του Νοέμβρη του 1940 από τα χαράματα, παρουσιάζονται στον λόφο του προφήτη Ηλία Ελληνικός Στρατός. Οι Ιταλοί μόλις τους είδαν άρχισαν να τους βαράνε με όλμους , που ο ελληνικός στρατός δεν είχε από εκείνους, με τα μυδράλια τους, με το βαρύ πυροβολικό που κτυπούσε ασταμάτητα από ταΒρέστα της Σαλίτσας. Οι δικοί μας στρατιώτες προσπαθούσαν να βρουν κάποιο μέρος να καλυφθούν, διότι ο λόφος του προφήτη Ηλία ήταν γυμνός. Όμως ο χώρος που ήταν ο στρατός μαςήταν προς το χωριό. Και έτσι οι χωριανοί μας μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τους στρατιώτες μας. Η μάχη συνεχιζόταν από τις δύο πλευρές. Και πάλι οι νεαρές γυναίκες του χωριού δεν άφησαν τον χρόνο να πάει χαμένος. Ήρθαν σε επαφή τους Αξιωματικούς και τους ρώτησαν
σε τι μπορούσαν να βοηθήσουν. Kαι οι Αξιωματικοί πρώτα τους υπέδειξαν σημεία για να τοποθετήσουν βαρέλια με νερό, για να μπορούν οι στρατιώτες να γεμίσουν τα παγούρια τους.
Αυτό έγινε αλλά οι νεαρές δεν σταμάτησαν εκεί. Μάσανε στο χωριό σιταρένιο αλεύρι και τυρί φέτα και τα ζυμώσανε και ψήσανε στο τηγάνι με λάδι,το λεγόμενο κουλιάτσι, η τυρόπιτα. Μαζεύανε ακόμη στο χωριό συκομαΐδες, καρύδια, αμύγδαλα, και όλα μαζί τα παρέδιδαν στους Αξιωματικούς να τα μοιράσουν στους στρατιώτες. Και στις15 του Νοέμβρη το σούρουπο, το τάγμα με διαταγή του Διοικητή Ταγματάρχη Τζίμα βρισκότανστον αυχένα που σχηματίζεται από τον λόφο του Προφήτη Ηλία και από το βουνό Μάλι Μάρε.
Οι τρείς λόχοι παρατάχθηκαν σε θέση επίθεσης στους πρόποδες του βουνού, ενώ ο τέταρτος έμεινε εφεδρεία. Οι λοχαγοί και οι διμοιρίτεςπήραν θέση μπροστά από τους λόχους τους, ενώ ο διοικητής ήταν στο κέντρο μπροστά. Ο Διοικητής απευθύνθηκε προς τους στρατιώτες του λέγοντας: Αγαπητά μου παιδιά, αγαπητά μουπαληκάρια. Αυτήν την στιγμή θα κάνωμε επίθεση για να διώξουμε τους βρομερούς εχθρούς τηςπατρίδας μας, που ήρθαν για να λερώσουν τα άγια και ιερά χώματα της Ελλάδας μας. Και αμέσως με μια δυνατή φωνή δίνει το παράγγελμα προσοχή. Και συνεχίζη. Εφόπλου λόγχη.
Οι στρατιώτες μας από τη θέση της προσοχής αρπάζουν την λόγχη με το δεξί χέρι και την τοποθετούν στην κάνη του όπλου τους, ενώ ο Διοικητής και οι Αξιωματικοί βγάζουν το περίστροφο από την θήκη και το κρατάν στο χέρι. Κάνει στροφή και λέγει «ακολουθείστε με» και παίρνει την ανηφόρα. Προτού τα μεσάνυχτα οι φαντάροι μας συναντούν τους πρώτους Ιταλούς ταμπουρωμένους στα χαρακώματα.
Μόλις τους αντιλήφθηκαν οι φαντάροι μας βγάζουν μια φωνή μέσα από την ψυχή τους ΑΕΡΑΑΑ θα τους φάμε. Οι Ιταλοί εξαφανίστηκαν αμέσως από μπροστά τους. Η φωνή αυτή του ΑΕΡΑΑΑ έγινε μήνυμα νίκης. Και το παίρνει ο αγέρας από τις πλαγιές της Πέστιανης, περνώντας από ραχούλες και βουνά, από κάμπους και ποτάμιακαι το μεταφέρει σε πόλεις και χωριά της πατρίδας μας. Το ότι νικήσαμε.Την επομένη το πρωί 16 του Νοέμβρη του 1940, ο ταγματάρχης Τζίμας περνά στο χωριό μας καβάλασε μια άσπρη φοράδα, και τον ακολουθεί ο λόχοςε φεδρείας, στον δρόμο προς Καλαμά. Ενώ οι άλλοι τρείς λόχοι ακολουθούν στα πλάγια βήμα προς βήμα τους Ιταλούς.
Οι κάτοικοι του χωριού μας μόλις είδαν τον Διοικητή να περνά, τρέξανε να τον χαιρετήσουν και να τον χειροκροτήσουν, και εκείνος σταμάτησε και τους είπε: «Σας ευχαριστώ για τη βοήθεια που μας προσφέρατε, εμείς δεν έχομε καιρό να χάσομε. Θα τους πάρουμε από πίσω ως που να τους ρίξουμε στη θάλασσα». Χαιρέτησε στρατιωτικάκαι έφυγε.Μετά από λίγο χτυπά η καμπάνα του χωριού πένθιμα, όπου οι κάτοικοι τρέχουν προς την εκκλησίαπου είναι και το νεκροταφείο για να δουν τι συμβαίνει.
Και τι βλέπουμε. Από την μεριά που γίνονταν οιμάχες έρχονταν μια ομάδα στρατιώτες. Ένας ανθυπολοχαγός μπροστά και η ομάδα τον ακολουθούσε κατ’ άντρα, με τα όπλα υπομάλης. Και οι δύο τελευταίοι μεταφέρανε ένα φορείο που απάνω του ήταν ένας στρατιώτης σκοτωμένος.
Μπαίνουν στην αυλή της εκκλησίας που ήταν καιτο νεκροταφείο. Εκεί τους περίμενε ο παπάς και πολλοί χωριανοί. Ο Ανθυπολοχαγός απευθύνθηκε στους χωριανούς και τους ζήτησε να τον βοηθήσουν να τελειώσουν γρήγορα για να προλάβει τονλόχο, που κυνηγά καταπόδι τους Ιταλούς. Οι χωριανοί μας, οι άνδρες, σκάψανε τον τάφο σε χρόνο μηδέν. Αλλά και οι νεαρές γυναίκες κάνανε και εδώ το χρέος τους, όπως και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις. Είχαν φέρει από την προίκα τους διάφορα πράγματα και στόλισαν τοννεκρό φαντάρο γαμπρό. Πρώτα στρώσανε απανωτές δύο βελέντζες και τοποθέτησαν τον νεκρό από πάνω τους. Μετά έριξαν πάνω του καινούργια πουκάμισα, κάλτσες, μαντήλια, πετσέτες,έπειτα του φορέσανε το στεφάνι που του είχαν κάνει, γιατί ήταν ανύπαντρος, μετά τον τυλίξανε με την ελληνική σημαία. Τότε ήταν έτοιμος και άρχισε ο παπάς να ψέλνει την νεκρώσιμο ακολουθία. Μόλις τελείωσε ο παπάς, τον παίρνουν οι άντρες και τον κατεβάζουν στον τάφο.
Τότε ο Ανθυπολοχαγός δίνει το παράγγελμα, προσοχή αναφορά. Ο Δεκανέας συνέχισε να καλεί το όνομα Ντάφος Γεώργιος, και από τον χώρο των στρατιωτών ακούστηκε φωνή να απαντά : Απών.
Έπεσε ηρωικώς μαχόμενος για την Πατρίδα. Τηνστιγμή εκείνη όλοι οι Στρατιώτες ρίξανε από μια τουφεκιά. Ο Αξιωματικός ευχαρίστησε τους χωριανούς, τους χαιρετά στρατιωτικά, κάνει στροφή και λέει στους στρατιώτες «ακολουθείστε με» και φεύγουν. Οι χωριανοί αρχίσανε να σκεπάσουν τον νεκρό και να φτιάξουν τον τάφο. Τότε μαζεύονται και οι γυναίκες γύρω από τον τάφο και σιγοκλαίνε. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε δυνατά η φωνή της Ευγενίας να λέγει κλαίγοντας.
Γιώργο παιδί μας, τι μαντάτα είναι αυτά που θα πάρει η καημένη η μανούλα σου για εσένα; Η Ευγενία είχε και αυτή παιδί της στρατιώτη στην πρώτη γραμμή των μαχών και δεν είχε νέα του.
Μετά από πέντε ημέρες βρέθηκε από τους χωριανούς στο λόφο του Προφήτη Ηλία και άλλος στρατιώτης σκοτωμένος. Ο Μπαλάφας Δημήτριος απότ ην Άρτα. Οι Πεστανιώτες και Πεστιανιώτισσες θάψανε και τον Δημήτρη με τιμές και αξίες όπωςτου άξιζε. Αυτοί θυσιάσανε τη ζωή τους για την πατρίδα, αλλά η πατρίδα δεν ήταν μόνο απούσα,από την ταφή τους, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε ποτένα τους γράψει το όνομά τους σε έναν ξύλινο ή πέτρινο σταυρό και να το τοποθετήσουν στον τάφο τους.
Συνεχίζουμε και φθάνουμε στον Απρίλη του 1941 όπου η Γερμανία κήρυξε και αυτή τον πόλεμο στη μικρή Ελλάδα και την κατέλαβε. Ο ελληνικός στρατός οπισθοχώρησε από την Αλβανία και πήγαν στα σπίτια τους τα παληκάρια,ενώ οι Ιταλοί χωρίς ντροπή ξαναγυρίζουν και μας παρουσιάζονται σαν νικητές, και οι μουσουλμάνοι παραμένουν στην περιοχή μας, εκείνους που οι πολιτικοί μας τους κράτησαν στην αγκαλιά τους για να μη χάσουν τα ρουσφέτια τους, και δεν τους διώξανε, όταν με μια αλλαγή με την Τουρκία θα είχαμε ησυχάσει για πάντα. Αυτοί παρουσιάζονται στους Γερμανοϊταλούς και τους λένε ότι δεν αγάπησαν ποτέ την Ελλάδα και τους Έλληνες. Και θέλουν να γίνουν σύμμαχοί τους.
Και το ερώτημα είναι. Αληθεύει εκείνο που υποσχέθηκαν οι φαντάροι μας ότι θα γυρίσει πίσω ο στρατός μας και θα μείνουμε ελεύθεροι; Ή θα μιλάμε πάλι για πεντακόσια χρόνια σκλαβιάς;"

Εφημεριδα ΤΙΤΑΝΗ - 2014
Για την αντιγραφή Γιάννης Στάθης
ΠΕΣΤΑΝΗ, ΚΡΥΟΒΡΥΣΗ 1700 -2014 ΠΕΣΤΑΝΗ, ΚΡΥΟΒΡΥΣΗ 1700 -2014 Reviewed by thespro.gr on Δευτέρα, Μαρτίου 18, 2024 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σελίδες

Από το Blogger.